Συνεργαζόμενοι ΣύλλογοιΚρητικά έθιμαΕπιστροφή στην αρχική σελίδααναζήτηση

ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΣΦΑΚΙΩΝ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

ΥΠΟ

ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ ΧΡΥΣΟΥΛΑΚΗ
διδασκαλίσσης
1958

Εις την σύνταξιν της εργασίας μου αυτής ηκολούθησα το διάγραμμα κατατάξεως της ύλης, το οποίον υπόκειται εις τα «Ζητήματα Ελληνικής Λαογραφίας» του καθηγητού κ. Γ.Α. Μέγα.

Κεφ. Α΄. – Ζητήματα κοινωνικής οργανώσεως 1).

A΄. Διάκρισις κοινωνικών τάξεων.

Εις τα Σφακιά της Κρήτης υπήρχε προ πολλών ετών και υφίσταται και σήμερον η διάκρισις καλών και κακών οικογενειών με την επωνυμίαν καλόσειροι και κακόσειροι. Αιτιολογία της διακρίσεως αυτής, η οποία χρονολογείται από της τουρκοκρατίας, ήτο κατά πρώτον λόγον η ανδραγαθία, η ομορφιά και χάρις, εξ ού και λεβεντογενιά, ομορφόσογο, κανακάρηδες.

Οι κακόσειροι ευρίσκοντο εις μειονεκτικήν θέσιν, αφού εκκλησιάζοντο και εις χωριστάς εκκλησίας, είχον δε και χωριστά νεκροταφεία. Οι κακόσειροι εκολακεύοντο τα μέγιστα, όταν επετρέπετο να συναναστρέφωνται μετά των καλόσειρων, τους οποίους εχαρακτήριζε πάντοτε παράλογος εγωϊσμός. Λέγεται ότι τον ερχομόν του πρίγκιπος Γεωργίου εις την Κρήτην εχαιρέτισαν πολλοί καπεταναίοι των Σφακιών. Ένας καλόσειρος καπετάνιος αντικρύζοντας τον πρίγκιπα με την ξανθήν ομορφιά και το ωραίον παράστημα είπε: Έ! Μωρέ ανθρωπάρι και νάτονε κι από γενέ; (καλό σόϊ).

Β΄. Οικογένεια. Σχέσεις μεταξύ των μελών αυτής.

Η σύζυγος αποκαλεί τον σύζυγον εις τα Σφακιά «ο γέρο μας» ή με τον τίτλον συγγενείας που έχει με τον ομιλούντα, π.χ. ο μπάρμπας σου, ο εξάδερφός σου κ.τ.τ.». Η νύμφη ονομάζει την ανδραδελφήν και τον ανδράδελφόν της κουνιάδους. Αυτοί πάλιν το ίδιον την νύμφην.

Ο πενθερός και η πενθερά προσφωνούνται υπό της νύμφης «μητέρα - πατέρα». Η πατρική εξουσία και η μητρική εν περιπτώσει χηρείας είναι πολύ μεγάλη, επίσης του πρωτοτόκου, όταν είναι άνδρας, παρά των λοιπών αδελφών. Το υστεροπαίδι είναι το χαϊδεμένο παιδί της οικογενείας. Είναι δε φυσικόν όλη η οικογένεια να του έχει ιδιαιτέραν αδυναμίαν. (Ώ χαρώ το το χρυσό μου το μικρό, μικρότερό μου!).

Η κόρη από 16 χρονών θεωρείται ώριμη για γάμο. Πρό 50 ετών επαντρεύετο και εις ηλικίαν 10-12 ετών και την ανέτρεφεν η πεθερά. Ο γαμβρός είναι και τώρα και ήτο και τότε πολύ μεγαλύτερος της νύμφης, αλλά προέβαλλε την δικαιολογίαν, ότι την θέλει μικρή να την κάμη των χεριών του, δηλ. να την συνηθίσει σύμφωνα με τας απόψεις του.

Η παντρεμένη γυναίκα παίρνει το όνομα πάντοτε από τον άνδρα της:

Η Παπιρογιάνναινα, η Αναστασομανούσαινα, η Παντελομανώλαινα, ακόμα και τα παιδιά ακούγονται με την προσωνυμίαν αυτήν, ως ο Σήφης τσή Λεντιδομιχάλαινας, ο Σταύρος τσή Σηφοστρατήνας κ.τ.λ.

Η γυναίκα συνήθως δεν παρακάθηται μετά των ξένων εις το τραπέζι, αλλά μόνον ο σύζυγος ή, αν η οικοδέσποινα που φιλοξενεί είναι χήρα, ένα από τα άρρενα παιδιά της, εκείνη δε περιποιείται τους ξένους.

Πρό πενήντα ετών ουδέποτε η μνηστευμένη γυναίκα εγνώριζε τον μνηστήρα της, αυτός ήτο κανών απαράβατος. Οι γονείς και τα αδέρφια της απεφάσιζαν την τύχην της. Ούτε ο γαμβρός την εγνώριζε παρά άλλος κανείς εκ των οικείων του και βάσει των συστάσεών του έστελνε αρραβώνα. Πολλαί κόραι εφρόντιζον τουλάχιστον από την χαραμάδα παραθύρου ή πόρτας να ιδούν έστω και αμυδρά τον άνδρα, με τον οποίον θα συνέδεον την ζωήν των.

Η γυναίκα μετά την απόκτησιν παιδιού και μάλιστα άρρενος αποκτά μεγαλυτέραν εκτίμησιν εις την οικογένειαν.

Η Σφακιανή κόρη πρό πενήντα ετών δεν επήγαινε πουθενά μόνη παρά με συνοδείαν του πατέρα, του αδελφού, εξαδέλφου, και σήμερα κατά πολύ υφίσταται η συνήθεια αυτή. Παρά ταύτα η γυναίκα έχει διακριτική θέσιν εις την κοινωνίαν που ζή. Ουδέποτε εκτελεί χειρωνακτικάς εργασίας ή πηγαίνει πεζή και ο άνδρας της καβάλλα. Είναι κυριολεκτικών αρχόντισσα εις το σπίτι της.

Κεφ. Β΄. – Λαϊκόν δίκαιον

Α΄. Οικογενειακόν δίκαιον.

Η μνηστεία εις τα Σφακιά της Κρήτης είναι πράγμα ιερόν, ουδέποτε δε διαλύεται. Η διάλυσις θεωρείται η μεγαλυτέρα προσβολή και συνεπάγεται φόνον. Υπάρχουν περιπτώσεις που απέθανε μνηστευμένη κόρη και ο γαμπρός ενυμφεύθηκε την αδελφήν της, διά να μη προσβάλη την οικογένειαν και πάρη τον αρραβώνα πίσω.

Ο γαμπρός στέλνει δώρα εις την μνηστήν του χρυσά κοσμήματα, φορέματα, παπούτσια και άλλα στολίδια. Η νύμφη στέλνει μόνον γλυκίσματα, κουλούρια και άλλα φαγώσιμα. Αν διαλυθή ο αρραβών (μόνον εις περίπτωσιν θανάτου), τα δώρα τα κρατεί η νύμφη και δεν έχει το δικαίωμα κανείς να τα ζητήση.

Η προίκα της Σφακιανής κόρης δεν είναι ποτέ αξία λόγου, διότι ο τόπος είναι ορεινός και πολύ πτωχός. Μόνον ο ρουχισμός που παίρνει σαν εργασία καμωμένη σχεδόν όλη στον αργαλειό είναι υπέροχος. Γι’αυτό λένε: αν πάρης Σφακιανή κοπελιά, θα πάρης μόνο προυκιά (ρούχα) και μια μουλαρέ γυναίκα (η νύμφη κάθεται στο μουλάρι, όσον μικρή και αν είναι η απόστασις ως του γαμπρού το σπίτι). Ο πατέρας, ως είναι ευνόητον, δεν αναλαμβάνει καμμίαν υποχρέωσιν διατροφής της κόρης του, όταν παντρευτή.

Β΄. Ποινικόν δίκαιον.

Η καταστροφή της επαρχίας Σφακίων προέκυψεν από την «εκδίκησιν», δηλαδή τους αλλεπάλληλους φόνους μεταξύ των διαφιλονικουσών οικογενειών είτε διά λόγους τιμής είτε διά καταπάτησιν περιουσίας είτε διά προσωπικήν προσβολή κ.λ.π. Τα δικαστήρια δικάζουν πολλάκις αυτεπαγγέλτως τους φονείς και συχνότατα δεν παρουσιάζονται οι παθόντες, αδιαφορούντες διά την νόμιμον καταδίκην του φονέως. «Ο ίδιος θα κάμω το δίκιο μου», λέγει ο αμέσως ενδιαφερόμενος διά το θύμα (αδελφός ή πατέρας ή θείος ή πρώτος εξάδελφος). Πολλές οικογένειες έχουν αλληλοεξοντοωθή και αποτελεί η ζωή εις την ορεινήν αυτήν επαρχίαν του Κράτους ολόκληρον κοινωνικόν πρόβλημα.

Κεφ. Γ΄. – Ζητήματα σχετικά με το παιδί

Α΄. Στειρότης. Πόθος διά παιδιά.

Από τ’ατέκνου την αυλή,
αν μπορής, μηδέ νερό μην πιής.

Η στειρότης γεμίζει από πίκρα την καρδιά του άτεκνου. «Άς είχα ένα παιδί, λέγει, και άς είχα ένα μάτι». Στην οικογένεια του άτεκνου αποδίδεται η μομφή του αμαρτήματος. Πολλές φορές πιστεύουν ότι μετά από διαβάσματα, ευχέλαια, εφταπάπαδα, όπως τα λέγουν, τρισάγια, χαϊμαλιά κ.λ.π. τεκνοποιούν οι άτεκνοι. Τελευταίος πάντα μένει οι γιατρός. Πιστεύεται ότι ο άτεκνος καταντά πλεονέκτης και φοβερά φιλάργυρος. Η λύπη ότι θα σβήση το όνομά του τον τυφλώνει και στρέφεται η σκέψις του σ’άλλα επίπεδα, πράγμα που αποτελεί διέξοδον εις την λύπην του.

Β΄. Εγκυμοσύνη.

Απ’εναντίας η βαρεμένη γυναίκα νοιώθει υπερηφάνεια και τυγχάνει πολλών περιποιήσεων. Δεν την αφήνουν να περάση το σταυροδρόμι, παρά να κρατά τουλάχιστον ψωμί επάνω της, που συμβολίζει την δύναμιν του Θεού.

Φροντίζουν να της βρούν αναβασταχτήρα (πέτρα που της αποδίδουν μαγικές δυνάμεις) να μην αποβάλη. Η βαρεμένη αποβαίνει ευαίσθητη στις μυρωδιές των φαγητών, δι’αυτό φροντίζουν να εκπληρώνονται οι επιθυμίες της. Υπάρχουν πολλά παραδείγματα γυναικών που απέβαλαν, διότι δεν εξευρέθη το φαγητόν που επεθύμησαν. Η βαρεμένη δεν σηκώνει βάρη, ούτε πηγαίνει σε κηδείες, διότι θα κάμη παιδί δειλό.

Γ΄. Προγνωστικά του γένους του εμβρύου.

Προβλέπεται να γεννηθή αγόρι, όταν η βαρεμένη έχη κακά βλαψίματα. Όταν έχη στο πρόσωπο πανάδες (λεκέδες): «καθάριο πρόσωπο καθάρια θυγατέρα». Σ΄ένα κάθισμα κρύβουν ένα μαχαίρι, σ’ένα άλλο ένα ψαλίδι, αν η έγκυος καθίση στο ψαλίδι, θα γεννήση θηλυκό, αν στο μαχαίρι, αρσενικό. Όταν παρουσιάζη ευαισθησία στα φαγητά, θα κάμη αγόρι, αν όχι, κόρη. Όταν το προηγούμενον παιδί της εγκύου είναι κορίτσι με χαρακτηριστικά αγοριού, λένε ότι αυτό που θα γεννηθή κατόπιν θα είναι αγόρι. Λέγεται ότι το παιδί του οποίου η σύλληψις θα γίνη μετά την πρώτην πανσέληνον (λίγωσις του φεγγαριού) θα είναι οπωςδήποτε αγόρι. Αντιθέτως, αν η σύλληψις γίνη γέμωσιν του φεγγαριού, θα είναι κορίτσι.

Όταν ο πλακούς στο σημείον που είναι ενωμένος με τον ομφάλιον λώρον φέρη άσπρα μικρά εξογκώματα (ελιές), όλα τα παιδιά που θα γεννήση η γυναίκα θα είναι αρσενικά, αν είναι μαύρες, θηλυκά. 

Δ΄. Γέννησις.

Η βαρεμένη γεννά εις το σκαμνί. Την κρατούν δύο γυναίκες από τις μασχάλες και η μαμμή πιάνει το παιδί. Μόλις λευτερωθή από το παιδί η βαρεμένη, η μαμμή την αφήνει στην ίδια θέσι για να πέση και το λευτέρι (πλακούς ή συντρόφι). Αν δυσκολεύεται, την πιέζει στην κοιλιά με τα χέρια. Όταν πέση, το παίρνουν και το θάβουν στο σπίτι. Πρό ετών εθάπτετο σε μια γωνιά του σπιτιού μέσα στ σπίτι, τώρα συνήθως εντός της περιοχής του σπιτιού (αυλή, κήπος κ.λ.π.). Αμέσως μετά οφαλοκόβουν το παιδί , το δένουν με μετάξι. Μετά το ντύνουν με ποκαμισάκι και το φασκιώνουν, δηλ. το τυλίγουν σε τρία πανιά, το εξωτερικό είναι μάλλινο. Έξω από τα τρία αυτά πανιά τυλίγεται σε μάλλινη ζώνη μήκους τριών περίπου πήχεων (φασκιά) και του βάζουν στο κεφάλι σκούφια από χασέ να μην κρυώση, αφού πρώτα η μαμμή πιέση το κεφάλι του ελαφρά, να κάμη έτσι ωραίο σχήμα. Έπειτα από αυτά το τοποθετεί ανάσκελα στην κούνια και συνιστά την στάσιν αυτήν μονίμως, για να κάμη ωραίο κεφάλι. Η μαμμή δεν θα λησμονήση βέβαια να βάλη και τα χεράκια του μωρού εις την φασκιά.

Τη λεχώ ποτίζουν αμέσως ρακή, γιατί πιστεύουν πως πολλές φορές μετά το παιδί και το λευτέρι πέφτει και θεριουλάκι από την κοιλιά της (είδος χταποδιού ή καβουριού, που ζαλίζεται με τη ρακή και πέφτει). Αν το θεριουλάκι δεν πέση, κινδυνεύει να κρούζη τη λουχούνα. Μετά την τυλίγουν σφικτά με την ζώνην του ανδρός της και την τοποθετούν στο κρεββάτι, αφού της δέσουν άσπρο μαντήλι εις το κεφάλι, σημείον της λευτεριάς της.

Στη λεχώ προσφέρεται ως πρώτη τροφή μετά την γέννα σταροχυλός με πολλά καρύδια, κανέλλα, ζάχαρη, για να κατεβάση γάλα.

Όταν θηλάζη, κρύβεται, για να μη ματιαστή το γάλα της. Για να βγάζη πολύ γάλα και να μη την πιάνη το κακό μάτι, φορεί γαλόπετρα. Οι φακές, τα μαυρομάτικα φασόλια και οι χυλοί θα βοηθήσουν νάχη, συνεχώς άφθονον γάλα.

Η λεχώ που δεν έχει σαραντίσει δεν πάει εις την εκκλησίαν ούτε μπαίνει σε ξένο σπίτι. Πιστεύουν ότι φέρνει γρουσουζιά, κακό γούρι. Ασαράντιστη δεν περνά σταυροδρόμι, γιατί πολύ εύκολα τα δαιμονικά μπορεί να την πειράξουν. Αν είναι ανάγκη να κάμη δρόμο, πρέπει να κρατά κάτι. Αντίδωρο, ψωμί τουλάχιστον, λιβάνι, χαϊμαλί θα την βοηθήσουν να γλυτώση.

Η λεχώ κρατεί το μωρό στα γόνατά της και όπως του αλλάζει  το σκουφάκι του, κοιτάζει να ιδή μήπως έχει δύο κορφές εις το κεφάλι. Αυτό σημαίνει ότι θα παντρευτή δύο φορές. Επίσης σκέφτεται την ημέραν που γεννήθηκε και μπορεί να μαντεύση το μέλλον του.

Τρίτη γεννάται ο φρόνιμος,
Τετάρτη ο αντρειωμένος,
Πέμπτη το κακορίζικο,
Την Παρασκή το ξένο,
Σάββατο το πολύχρονο,
Και Κυριακή το πλούσιο.

Τώρα θα το τοποθετήσει εις την κούνια του. Το σχοινί της, διπλά δεμένο στους δύο απέναντι τοίχους σε γερά καρφιά, της δίνει τον αέρα να το κουνά με το πόδι, γιατί συγχρόνως θα κλώθη και μαλλιά με τα χέρια, να γίνουν τα μάλλινα ρούχα του χειμώνα. (Από τη μέση του στωματακιού κρέμεται το σχοινί που το κουνούν και το πιάνουν με τα δάκτυλα του ποδιού, όταν τα χέρια δουλεύουν).

Με αληθινή λατρεία, που μόνον η μάνα νοιώθει στην καρδιά της, του τραγουδεί και τα νανουρίζει.

΄Υπνε που παίρνεις τα μωρά, έλα πάρε και τούτο,
μικρό μικρό σού το ‘δωκα, μεγάλο φέρε μού το,
μεγάλο σαν ψηλό βουνό ίσιο σαν κυπαρίσι
κι’οι κλώνοι του ν’απλώνωνται σ’Ανατολή και Δύση.
Είναι μόσχος είναι μέλι
το χρυσό μου σιγαρδέλι (=καρδερίνα)
Είναι ολόδροση μηλιά
Η χρυσή μου κοπελιά.
Πάρε, μωρό μου, μιάν ευκή και στα βουνά περπάτιε
Και τα βουνά θε να χαλούν και σύ να μη φοβάσαι.

Το βράδυ η μητέρα θα σταυρώση το μαξιλάρι και θα πή σιγανά τρεις φοράς:

Ο Χριστό νικά επά (=εδώ)
Κι’ η Παρθένα Παναγιά
Πού ‘ξορίζουν τα κακά
Κι’όλα τα πονηρικά.

Μα ωστόσο η μητέρα του μωρού θα το ποτίση και ένα φλιτζανάκι βρασμένο απήγανο

που τότε δεν μπορεί καμμιά νεράϊδα να το πειράξη (1). Σ’όλην την Κρήτη, ιδιαιτέρως όμως στα Σφακιά, την γέννησιν αγοριού συνοδεύουν τουφεκιές (πυροβολισμοί) ή μπαλωτές, σημείον μεγάλης φέστας (χαράς). Όλοι οι συγγενείς και φίλοι πάνε στα καλορίζικα. Σ’αυτούς προσφέρονται τραταρίσματα και αυτοί προσφέρουν στο νεογέννητο δώρα (εικονίσματα, ρούχα μωρουδίστικα, χρυσά κοσμήματα κ.λ.π.).

Την τρίτη μέρα το λούζουν στο χρυσό νερό. (Μέσα στο νερό βάζουν χρυσά και πιστεύουν ότι όσο περισσότερα τιμαλφή ρίξουν στο νερό, τόσο πιο πλούσιο θα γίνη το παιδί). Το λούσιμο αυτό το κάνει πάντα η παραμάννα (μαμμή) και παίρνει ξεχωριστό δώρο.

Το μωρό πάντα υποφέρει από το κακό μάτι.

Η μητέρα, πριν το βγάλη έξω, του βάζει σκόρδο επάνω του και του κάνει σταυρό στην πλάτη από μουτζούρα του τηγανιού. Αν δεν κάνη και το λαβώσουν, φωνάζει την καλή γειτόνισσα, την ξεματιάστα, αν τύχη μάλιστα να είναι και νηστική και ακατούρητη, τότε είναι βέβαιο το ξελάβωμα. Αμέσως παίρνει μια κορδέλλα, που την είχε επάνω του το παιδί, την μετρά, βάζει στην άκρη της αλάτι, τη δένει κόμπο, τον σταυρώνει στο κεφαλάκι του παιδιού και λέει σιγά, ώστε να μην ακούεται η γηθειά της:

«Ως εκίνησε ο θαρμός, ο καημός, το κακό παρατήρημα,
ο Σωτήρας ο Χριστός επέρασε και ρώτησε:
Πού πάς, καημέ, πού πάς, θαρμέ, πού πάς, κακό παρατήρημα;

  1. Πάνω στα όρη, στα βουνά να βρώ κόρη να μαράνω, άγγουρο να ψήσω, μικρό παιδί να καταλύσω, κοπάδι να καταστρέψω. Τι είσαι σύ και με ρωτάς κι’αν φύγω τι θα γίνω;
  2. Πάρε να πάς απάνω στα άγρια όρη, στ’ άγρια βουνά, σταυρός δεν γίνεται, εκκλησιά δεν λειτουργάται, να βρής άγριο λάφι να φάς από το κρέας του, να πιής από το αίμα του και από τον … να λείπης.

 1) Ο απήγανος έχει γεύσιν καυστικήν, κακήν οςμή, του αποδίδονται δε υπερφυσικαί δυνάμεις και χρησιμοποιείται σε πολλές αρρώστιες. Γυναίκες άκουσαν τα μεσάνυχτα την ώραν που λαλούσε ο πρώτος πετεινός τις ασπροντυμένες νεράϊδες και λέγανε:

Αν ηξέραν οι μανάδες κι’ όλες οι νοικοκυράδες
ποιός ζυγώνει(=διώχνει) τα κακά κι’όλα τα πονηρικά!
Τ’απηγάνου το κουκάκι
Κι’άλλο ένα χορταράκι

 

Καράβι κινδύνευε ανάμεσα πελάγου, στάξη βαστά, στάξη λαλεί, να βγούν τα μάτια που λαβώνουν. Εγώ την γητειά μου και η χάρη του Χριστού την υγειά του». Αυτό τρεις φορές.

Την ώρα που λέει αυτά τα λόγια η γητεύτρα κάποτε χασμουριέται. Αυτό σημαίνει ότι το παιδί είναι βαρυλαβωμένο. Αν πταρνιστή κιόλας, τότε είναι το μάτιασμα από γραμματισμένο και είναι βαρύτερο.

Δεν πετυχαίνει η γητειά σαν βασιλέψη ο ήλιος, γιατί τότε αρχίζουν τα κακά πνεύματα να σαλεύουν (περπατούν). Αν είναι γνωστός αυτός που το θάρμισε, πρέπει να πάρουν έστω και μία κλωστή από τα ρούχα του και μ’αυτήν να θυμιάσουν το παιδί, χωρίς όμως να το ξέρη αυτός.

Λαβώνουν οι ζηλιάρηδες, οι σμιχταφρύδες, το λάβωμα του γραμματισμένου όμως είναι το χειρότερο.

Προλαμβάνεται το μάτιασμα, αν αυτός που θα καμαρώση το παιδί του ειπή: Σκόρδο κι’αλάτι, φτού σου (το φτύνει). Μαρία με λένε (λέει το όνομά του). Αποτελεσματική είναι κ’η παρακάτω γητειά:

Στ’όνομά σου, Θέ μου, κι αφέντη μου Χριστέ μου
κι Άγιε Παντελεήμονα, πρώτε γιατρέ του κόσμου,
όπου γιατρεύεις τσοί πληγές και διασκορπάς τσοί πόνους.
Τσοί 24 του Δεκεμβριού αργά Χριστός γεννάται,
ετούτη η ώρα η καλή κι εκείνη μια λογάται.
Πρώτα που βγήκεν ο θαρμός ο καταθαρμός
τσή κακής ώρας ο γυιός
να βρή κόρη να μαράνη
κι άγγουρο για να ξεράνη,
μικρό παιδί στην κούνια να θερμολογίση,
καλό ζευγάρι να ξεζευγαρώση,
καλό αμπέλι να ξεκουρμουλώση,
καλό κουράδι να ξεκουραδώση,
καλό δεντρό να ξεριζώση,
και το δούλο του Θεού …να λαβώση.
Φύγε θερμέ, φύγε καημέ, φύγε κακής ώρας γυιέ,
από το δούλο του Θεού … από τα μαλλιά του,από το κούτελό του, από τον ομυαλό του, από τη γλώσσα του, από τα ντόδια του, από τα πόδια του, από τσοί φόλισσές του, από τσοί κόρες των αμαθιών του, από τσοί ρόγες των στηθιών  του, από τσοί εβδομήντα δυό-μισυ φλέγες του κορμιού του
και άμε στον κάτω το γιαλό, κάτω στο περιγιάλι, εκεί που
δεν γροικάται πετεινός και δεν παίζει σημαντήρι, σε καϊκι
θα βρής άγρια λαφίνα να φάς από το κρέας τζη και να
πιής από το αίμα τζη.
Ένα καράβι στο γιαλό στάξη δε βαστά και στάξη δεν έχει,
να στάξη στα μάτια που λάβωνε.
Άλφα μια, άλφα δυό, άλφα τρεις, άλφα τέσσερις, άλφα
πέντε, άλφα έξε, άλφα φτά, άλφα οκτώ, άλφα εννιά, άλφα
δέκα, φτού ντου πού το λάβωνε .5,10,15,20,25,30,35,40.
Σαράντα αγιοί να του βοηθούν και να το παρακρατούν.
Από τ’Αδάμη έρχομαι στ’Αδάμη κατεβαίνω
του Αδάμη τ’άρματα κρατώ κι όπου γητέψω γιαίνω.
Χριστέ και Παναγιά μου, δώσε του την υγειά του,
κάτω στην Μαύρη θάλασσα να πάνε τα κακά του».

Όλα αυτά λέγονται τρεις φορές.

Η Σφακιανή μητέρα αναθρέφει τα παιδιά της με στοργή. Από τον καιρό που θα γεννηθή φροντίζει να του δίδη καμμιά γουλιά νερό. Αυτό θα το κάμη να μιλήση γρήγορα. Με χτυποκάρδι περιμένει την πρώτη οδοντοφυϊα. Αν βγάλη το παιδί τα δύο επάνω δοντάκια πρώτα, είναι κακό σημάδι. Χωρίς άλλο θα ορφανευτή. Στην δεύτερη οδοντοφυϊα του δίνει το χαλασμένο δοντάκι να το τρυπώση έξω από το σπίτι και να ειπή:

«Να, ποντικέ τ’αντόντι μου και δός μου σιδεράκι,
να κοκκαλίζω το κουκκί και το παξιμαδάκι».

Σαν φυτρώσουν τα νέα δόντια, η μητέρα θα ξέρη, αν είναι τα δύο επάνω αραιά, ότι θα παντρευτή από μακρυά.

Κάνει τάμα στους αγίους και το ντύνει μαύρα, για να γιατρευτή από όποια αρρώστια κινδυνεύει. Μέχρι να γίνη μεγάλο, δεν τ’αφήνει η μάνα του τη νύχτα να σφυρίζη, γιατί υπάρχει κίνδυνος να μαζευτούν πονηρά πνεύματα στο σπίτι.

Ε΄. Βάπτισις.

Το αβάπτιστο μωρό λέγεται δράκος, δρακάκι. Ο νουνός λέγεται σύντεκνος. Το όνομα του παιδιού το ορίζουν πάντα οι γονείς, πολύ σπάνια ο νουνός. Κατά το βάπτισμα του μωρού ο ιερεύς δένει στην κορδέλλα (κρεμαστάρι), που την κρεμά ο σύντεκνος στον

λαιμό του τρεις κόμβους, τα σταυρώματα. Περνά το κρεμαστάρι αυτό στο λαιμό του σαντούλου (αναδόχου) και με την λαμπάδα ο νουνός το γυρίζει τρεις 3 φορές γύρω από την κολυμβήθρα και μετά το φέρνει μπροστά στην Ωραία πύλη. Ασπάζεται την εικόνα του Χριστού και λέει την ευχή του στο φιλιότσο (νεοβάπτιστο): «Έχε την ευκή του Χριστού και τη δική μου και να γίνης ένας καλός χριστιανός και καλός άντραςκαλή και φρόνιμη νοικοκυρά)».

Πιστεύεται απόλυτα, ότι η ευχή του σαντούλου βγαίνει. Μετά την ευχή φωνάζουν όλοι: να τα χιλιάσης σύντεκνε, δηλ. να βαπτίσης χίλια παιδιά. Επίσης λένε: Άξιο το μισθό σου. Η βάπτισις θεωρείται μεγάλο μισθό. Οι γονείς του παιδιού ποτέ δεν πάνε στην εκκλησία, διότι είναι κακό πράγμα να ακούσουν την βάπτισι του παιδιού των. Ο ιερεύς πρέπει να είναι γραμματισμένος πολύ, να διαβάση καλά και να τελέση την ακολουθίαν του βαπτίσματος, γιατί τα κακοβαπτισμένα παιδιά τα πειράζουν, ώστε να ζούν, οι πειρασμοί.

Στην πόρτα του σπιτιού στέκει η μητέρα του μωρού, της παραδίδει ο σάντουλος το παιδί και αυτή του φιλεί το χέρι εις ένδειξιν σεβασμού. Με τον πατέρα του παιδιού φιλιούνται. Στις προπόσεις λέγουν:να ζήση η φιλία μας. Η συντεκνιά είναι μεγάλη φιλία εις τα Σφακιά και πολλές φορές την μεταχειρίζονται για να σωθούν οικογένειες από την «εκδίκησιν» που έχει ρημάξει τα Σφακιά.

Δύο παιδιά, θηλυκό και αρσενικό, βαπτισμένα από τον ίδιο νουνό δεν κάνει να παντρευτούν.

«Κάλλιο είν’τ’αδέρφια τσή εκκλησιάς
παρά τ’αδέρφια τσή κοιλιάς»

Κεφ. Δ΄. – Ζητήματα σχετικά με τον γάμον.

Α΄. Προξενικά

Την προξενιά εις τα Σφακιά της Κρήτης στέλνει πάντα ο γαμπρός με δικό του άνθρωπο (θείο, θεία, ξάδελφο) πρόσωπο ηλικιωμένο, ποτέ η νύφη. Το πρόσωπο αυτό συνήθως είναι παντρεμμένο. Συνήθης παροιμία: «Ανύπαντρος προξενητής για λόγου του παραμιλεί».

Για να επιτύχη ο προξενητής, καλά είναι να φορή δίλογα παπούτσια.(Πρβλ. Στο προξενιό πάς και φορείς δίλογα παπούτσια;).

Το προξενιό μιλιέται, χωρίς να το ακούη η νύφη. Συνήθως δεν της πέφτει λόγος.

Η μητέρα μόνο μπορεί με τρόπο να της το πή. Με τα μάτια χαμηλωμένα απαντά: Σαν θέλετε αποτοί σας (εσείς), θέλω κ’εγώ.

Αν δεν είναι αρεστόν το πρόσωπο του γαμπρού, λένε στον προξενητήν: Ευχαριστούμεν για την προτίμησιν, αλλά δεν την έχομε ακόμη για παντρειά. Φροντίζουν δε να τηρηθή μυστικό, να μη προσβληθή ο γαμπρός, «ο λόγος απού είπαμε επά επώθηκε και επά να απομείνη». Αν επιτύχη ο προξενητής, του κάνει ο γαμπρός ένα ζευγάρι ποδήματα (Κρητικής φορεσιάς). Τότε τελειώνει ο λόγος, ο οποίος έχει ήδη θέσιν αρραβώνος. Το αρραβώνιασμα γίνεται Σαββατόβραδο και λέγεται και δακτυλίδωμα, δηλ. «της πήγαν το δακτυλίδι». Πριν βάλη τον αρραβώνα, είναι λογοστεμένη, μετά δακτυλιδωμένη. Πρό 30 μόνον ετών ο αρραβωνιαστικός δεν επήγαινε καθόλου στο σπίτι της μνηστής του και αν κάποτε περνούσε, αυτή κρυβόταν. Σήμερα βγαίνουν μαζί και έξω στα πανηγύρια, στους χορούς, παντού, πάντα όμως με συνοδεία των οικείων της. Στην δακτυλιδωτή του ο γαμπρός στέλνει πολλά δώρα, χρυσά, ρούχα, στολίδια, φαγώσιμα, και συνεχίζονται τα δώρα κάθε καλή μέρα (Χριστούγεννα – Λαμπρή – Δεκαπενταύγουστο κ.λ.π.). Ποτέ όμως ο γαμπρός δεν καταβάλλει χρηματικόν ποσόν ως εξαγοράν της νύμφης, πάντα αυτός προικίζεται ανάλογα με την οικονομική δυνατότητα της νύμφης.

Β΄. Η πρό του γάμου εβδομάς.

Σαν έρθη η ώρα η γλυκειά, η ευλογημένη, όλο το χωριό από την Δευτέρα το πρωϊ είναι στο πόδι. Στο σπίτι του γαμπρού ζυμώνουν κιόλας τα ψωμιά. Την Τρίτη πρωϊ φτάνουν οι κουλουροκάμουσες, για να κάμουν τα κουλούρια των καλεσμένων. Ζητούν να βρούν άφορη σκάφη (καινούργια), ρίχνουν μέσα τα μυρωδικά, ζυμώνουν, πλάσσουν, σισαμώνουν τα παξιμαδάκια για το τρατάρισμα, τα πατητά με τα διαλεχτά απάνω στολίδια, δεν ξεχνούν ποτέ να κάμουν και των παιδιών της γειτονιάς τα πατητουλάκια και τα δίνουν με την ευχή: Κι από του γάμου σου τα πατητά. Σ’όλη τη γειτονιά ακούγεται η ευχή: «Καλορίζικος και τυχερός να’ναι». Η εργασία αυτή παρατείνεται πολλές φορές και την Πέμπτην, όταν προβλέπεται κάλεσμα από πόρτα (γενικό). Την  Παρασκευήν ο γαμπρός φροντίζει για τα σφαχτά. Πρέπει το Σάββατο πρωϊ να μπούνε στο μαχαίρι, να ετοιμαστούν για δείπνο τα σπληνογάρδουμα (κοιλιές, σπλήνες, ποδαράκια κ.λ.π.).

Πρίν βραδυάση, θα φτάσουν κι οι κουμπάροι με δικούς των καλεσμένους.

Ο λυραντζής κι ο λαγουτιέρης έρχονται πολλές φορές και την Παρασκευήν βράδυ. Τον ερχομόν των χαιρετούν με σφαίρες (πάντα σε καλές αράδες – Θα γλεντήσωμε κ’εμείς οι γέροι – Σώπα, καημένε, έφαες το κουλούρι σου, χαμηλά τη μούρη σου). Προβλέπεται ξενύχτι. Με το σούρουπο καταφθάνουν και τα κανίσκια. Οι καλοί φίλοι και οι στενοί συγγενείς, κανείς δεν πάει σκέτος, καταφθάνει με το δώρο του: το καλύτερό του σφαχτό, αν είναι κάτοχος προβάτων, αν όχι, 1-2 μίστατα κρασί (10-20 οκάδες), παξιμαδάκια σφακιανά μοσκομύριστα, καρύδια, φουντούκια, αμύγδαλα, όλα διαλεκτά δώρα. Στην αυλή στέκει με τον δίσκο ένας από τους δικούς του γαμπρού να υποδεχτή το συγγενολόϊ. Όλοι παίρνουν θέσιν στη μεγάλη αίθουσα υποδοχής του ιδιόρρυθμου Σφακιανού σπιτιού 1) και σχηματίζουν κύκλον. Στη μέση κάθονται οι λυράρηδες που ετοιμάζονται να δώσουν επερίγραπτο κέφι στο γλέντι με τους όμορφους συρτούς και πεντοζάληδες και τις υπέροχες κρητικές μαντινάδες:

Λεβέντης είσαι, μάτια μου, λεβέντικας χορεύεις,
Λεβέντικας πατείς τη γή και δεν τη χωρατεύεις.
Είσαι γυαλένιος μαστραπάς, είσαι γυαλένια γλάστρα,
Δυό νεφελάκια λείπεσαι να’σαι ουρανός με τ’άστρα.

Ο Σφακιανός κοπελλολόγος (νέος) κι η Σφακιανή κοπελλιά, που ζουν ζωή κλειστή και περιωρισμένη, γλεντούν με πάθος. Η καρδιά των λές και απλώνεται πρώτη φορά σ’ολάνθιστο περιβόλι και βιάζονται να τρυγήσουν τον ανθό της χαράς, να ρουφήσουν με μιάς τον γλυκόν χυμόν που σκορπούν οι χαρές της ζωής και να ζήσουν σ’ένα ατελείωτο χαρούμενο μεθύσι, θα γίνουν όλοι ξενύχτηδες. Θα τους αφήσωμε κ’εμείς στα ριζίτικα τραγούδια τους γύρω από την τάβλα που αχνίζουν και μοσκομυρίζουν τα σπληνογάρδουμα, οι βραστές κεφαλές κι άλλοι μεζέδες, για να ρίξωμε τη ματιά μας στο σπίτι της νύμφης.

Όλο το σπιτικό της νύμφης είναι ανάστατο από χαρά και δουλειές την τελευταία εβδομάδα. Τα προυκιά όλα ξετελεμένα, ούτε μια κεντέ (βελονιά) δεν κάνει να λείπη. Γρήγορα και πρόθυμα όλες οι κοπελλιές του χωριού βοηθούν στο ξετέλεμα. Οι κουλουροκάμουσες κάνουν τα κουλούρια και τα παξιμαδάκια. Ο καλεστής περνά όλα τα σπίτια και καλεί τους συγγενείς και φίλους, για να τύχουν στο γάμο της νύφης. Την Παρασκευή το απόγεμα τα προυκιά θα μπούνε στις σακκούλες,  

1) Βλ. Κ. Λασσιθιωτάκη, Σφακιανά σπίτια (Κρητ. Χρονικά, τόμ. ΙΑ (1957)

 μόνο τα στρώματα, τα μαξιλάρια κι οι πλουμιστές πατανίες θα μείνουν απέξω. Δεν θα ξεχάσουν οι μανοκυρουδάτες κοπελλιές, που τα διπλώνουν, τα δείχνουν και τα καμαρώνουν μπροστά σ’όλες τις γυναίκες του χωριού, να βάλουν στις σακκούλες μέσα και λίγο βάτο, να ριζώσουν και να στεργιώσουν τα προυκιά σαν του βάτου τα φύλλα και τα κλαδιά. Στο τέλος θα ραντιστούν όλα με ρύζι και κουφέτα.

Το Σάββατο το κολατσιό (στις 10 πρωϊ περίπου) θα φθάσουν οι προυκολόοι. Όλοι κάθονται στα μουλάρια, είναι μόνο άνδρες, που φθάνουν με τραγούδια και λύρες και τους υποδέχονται με μπαλωτές (τουφεκιές). Ο πρώτος που θα φθάση θα πάρη ένα ωραίο μαντήλι από τη νύφη, που το δένει στο κεφάλι του μουλαριού του και καμαρώνει για τη σβελτωσύνη και το γούρι. Ένας-ένας παίρνει στα γόνατά του τα καλοδουλεμένα προυκιά της νύφης, που παρουσιάζουν μια ξωτική γραφικότητα έτσι όπως τα κρατούν επιδεικτικά οι προυκολόοι και περνούν τα καταπράσινα μονοπάτια, που μοσκοβολούν τα θυμάρια κι οι φασκομηλιές κι αντιλαλούν τα πέταλα των μουλαριών στους επιβλητικούς λόγγους και τα’άγρια φαράγγια. Στη μεταξωτή ζώνη, που φορεί κάθε προυκολόγος στη μέση, έχει δέσει και το πατητό του. Το βράδυ του Σαββάτου θα τα στολίσουν μανοκυρουδάτες κοπελλιές, αφού τα κρεμάσουν στις τέμπλες: λεπτοί δοκοί που τοποθετούνται ψηλά στους τοίχους, για να κρεμούν απόκεί επιδεικτικά τα προικιά της νύφης.

Γ΄. Το ξεφάντωμα της Κυριακής.

Με το πρώτο λάλημα του πετεινού και πριν ακόμα φέξη, οι γέροι γαμηλιώτες βρίσκονται κιόλας στο πόδι. Τα μουλάρια στην αυλή ανυπομονούν κι αυτά για το ξεκίνημα. Οι συνοπάρτουσες ξυπνήσανε κι αυτές ή καλύτερα δεν κοιμηθήκανε από τη χαρά τους. Κτενίζουν τις όμορφες πλεξούδες. Αν είναι παντρεμμένες, κάνουν κότσο, βάζουν τα καλύτερα φουστάνια, γεμίζουν το λαιμό χρυσαφικά, παίρνουν το άρισμα μαζί τους (χρυσαφικό ή λεπτά) για να το βάλουν στην «ευκή» και κάθονται στα μουλάρια, ποτέ καβάλλα βέβαια – αυτό δεν είναι όμορφο σε κοπελλιές – παρά με την πάντα. Μπρός και πίσω στης συνοπάρτουσας το μουλάρι πηγαίνουν οι παρακρατηχτάδες (αδέλφια, ξαδέλφια, θείος) που συνοδεύουν την κάθε συνοπάρτουσα.

Τώρα ο γάμος δεν θα πηγαίνη μπουλούκι, θα πρέπη να μπή σε τάξη. Πρώτα  απ’όλους το μπαϊράκι (σημαία). Ο νεαρός την κρατά με τη κρητική στολή του, τ’ασημωτό μαχαίρι στη μέση, τα μεταξωτά κρόσια στο μαντήλι, είναι περήφανος και γεμάτος χαρά.

Πίσω πρώτος καβαλλάρης ο παπάς, ύστερα 3-4 εξάδες (ή και περισσότερες) αγκαλιασμένων ανδρών που τραγουδούν τα ριζίτικα, μετά οι κουμπάροι καβαλλάρηδες και τώρα, να κι η πρώτη συνοπάρτουσα με την κούτα στα γόνατα, αυτή είναι η πιο στενή συγγενής του γαμπρού και κρατά τα στολίδια της νύμφης. Πίσω άλλες συνοπάρτουσες, πεζοί και καβαλλάρηδες γαμηλιώτες, όλοι στολισμένοι και πίσω τελευταίος ο γαμπρός.

Ο γάμος θα ξενικήσει παίρνοντας τη δεξιά στράτα, γιατί δεξιά πρέπει να πάη η ζωή του νέου αντρόγυνου και προχωρεί με τραγούδια. Ο ήλιος έχει ψηλώσει. Τα πρόσωπα ζωηρεύουν περισσότερο, το κόκκινο χρώμα στα μάγουλα βάφεται πιο έντονα. Είναι συνήθως τα τέλη του Οκτωβρίου, στα καθαρίσματα του μούστου, είναι γλυκειά η εποχή που σιγοπέφτουνε τα φύλλα. Αυτό να φταίη πρέπει να φουντώνουνε περισσότερο οι καρδιές και γίνονται γλυκύτερες οι ματιές των νέων και τα τραγούδια είναι σωστό παραλήρημα στο ξεφάντωμα του κόσμου αυτού που ζή ζωή τραχειά και φοβερά δύσκολη.

Κοντεύει να φθάσουνε, η νύφη έχει καθίσει στο μπαστό. Είναι η πέτρινη πεζούλα του χωριάτικου σφακιανού σπιτιού. Είναι στρωμένη με πατανία πλουμιστή και κεντητό μακάτι (άσπρο από χασέ ή υφαντό ρεβέρ με δαντέλα στην άκρη). Κάτω από αυτά είναι ριγμένα φύλλα βάτου και ρύζι. Και τα δύο θα βοηθήσουν να είναι τυχερή η νύμφη και καλορίζικη. Φορεί άσπρο φόρεμα μεταξωτό. Τα μαλλιά της είναι κτενισμένα με πολλή επιμέλεια από μανοκυρουδάτη κοπελλιά, δεν κάνει να την σιμώση ορφανή και της φέρει γουρσουζιά. Πρό δέκα πέντε μόλις ετών ποτέ η νύμφη δεν βαφότανε. Τώρα της βάζουν πούδρα. Κατάσαρκα στη μέση φορεί μια λουρίδα δίχτυ. Έτσι ξορκίζονται τα μάγια, τα κακά δεματικά. Ωστόσο και μέσα στο παπούτσι της είναι ένα μικρό ψαλίδι. Το περίσσιο φώς δεν βλάπτει και γι’αυτό εφρόντισε η πεθερά της να της στείλη ένα μικρό κομματάκι ύφασμα, κομμένο από το πουκάμισο του γαμπρού. Έτσι για το καλό, ν’αποφεύγη τα δεματικά. Δεν ξέχασε η μητέρα της να της βρή να κρατή επάνω της και αντίδωρο της μεγάλης Πέμπτης. Τώρα είναι πάνοπλη.

Σε λίγο φθάνουν ο γαμπρός με τους γαμηλιώτες του. Επάνω στο δώμα του σπιτιού τοποθετούν το μπαϊράκι και μπαίνουν μέσα πρώτος ο παπάς, μετά η αδελφή του γαμπρού με την κούτα. Το στόλισμα συμπληρώνεται τώρα από την κουνιάδα: της βάζει τα κτενάκια στα μαλλιά και τις κοκκάλινες φουρκέτες, στο λαιμό τα χρυσαφικά, συνήθως καδένια με μενταγιόν (φωτογραφία του γαμπρού), βραχιόλια στα χέρια, παπούτσια, κάλτσες, ομπρέλλα, τσάντα, γάντια.

 Τα τραταρίσματα είχαν αρχίσει από τον δρόμο, τώρα συνεχίζονται μέσα στο σπίτι της νύμφης. Το σπίτι γίνεται ρόγδι (γεμάτο). Αρχίζουν πρώτοι οι συγγενείς της νύμφης να της λένε τα παστικά.

Σηκώσου, κερά νύφη μου, και πλύσου με το μόσκο
κι ο νιός απού θα ζήσετε σε περιμένει απόξω.
Σηκώσου, κερά νύφη μου, και βάλε τα καλλά σου,
δός τα κλειδιά της μάνας σου κι’άμε να βρής δικά σου.
Νύφη μου, κερά νύφη μου, το πρώτο ζυμωτό σου
ζάχαρη να’ναι η ζύμη σου και κάδιο το νερό σου.
Σηκώσου, κερά νύφη μου, και βάλε τα καλά σου
και μέσα στον παράδεισο θα πάη η αφεντιά σου.
Νύφη μου, εκεί απού θα πάς θα βρής ξερά τα ξύλα
και με τσοί φρονιμάδες σου θ’ανθούν να βγάζουν φύλλα.
Θωρείς πώς σας το δίδομε τσή λεμονιάς το φύλλο;
να μη μας τη μαλώνετε, γιατί θα φάτε ξύλο.

Απαντούν τώρα:

Δεν σας τηνε μαλώνομε, δεν σας τηνε χολιούμε,
σαν το σγουρό βασιλικό θα την παρακρατούμε.

Από τη μάνα της:

Ανοίξαν οι εφτά ουρανοί, τα δώδεκα ευαγγέλια,
και πήραν το παιδάκι μου από τα δυό μου χέρια.

Αυτά είναι τα παστικά της νύφης (ευχές και παινέματα). Σε ξεχωριστό σπίτι γίνεται η τάβλα (τραπέζι) και δίπλα στο τραπέζι των κουμπάρων που θα καθίσουν με τη νύφη και τον γαμπρόν να φάνε. Το τραπέζι αυτό είναι γαρνιρισμένο με ποικιλότροπα φαγητά. Ξεχωρίζει πάντοτε η μυζηθρόπιττα (πίττα από μυζήθρα) και τα καλιτσουνάκια. Μετά τα φαγητά και τις ευχές στις προπόσεις («τα καλορίζικα») σηκώνεται η νύφη και τραταίρνει το ποτό του γαμπρού (λικέρ) και κουφέτα, ραντίζει δε στους γαμηλιώτες και το υπόλοιπον από το άρωμα που έβαλε και εκείνη (όλα δώρα του γαμπρού).

Τώρα φτάνομε στην πιο κρίσιμη ώρα. Ο λαγουτιέρης και ο λυρατζής παίζουν τον γλυκύτερο συρτόν τους. Ο αδελφός του γαμπρού σηκώνει τη νύφη να χορέψουν. Όλα τα μάτια είναι καρφωμένα επάνω τους. Μελωδική ακούγεται η φωνή του λυρατζή:

Έπιασε η νύφη στο χορό και κάμετέ τση τόπο
κι αντιλαμψίδες έρριξε στη μέση των ανθρώπω.

 Είναι όμορφο το γλέντι μας. Ο ήλιος έχει κιόλας μεσουρανήσει. Ώρα για το στεφάνωμα. Πρώτος διακόπτει ειδοποιώντας ο παπάς του γαμπρού που σιγοπίνει σε μια γωνιά με τον παπά της νύφης. Αμέσως σταματά ο χορός. Σηκώνεται ο πατέρας της νύφης, φέρνει το τραπέζι στη μέση με το ευαγγέλιο επάνω, το εικόνισμα της νύφης, προίκα και αυτό, τα σταφάνια, το πιάτο με το μέλι, τα καρύδια. Πιο πέρα η κανάτα το κρασί, το ποτήρι.

Ο παπάς της νύφης πρέπει να κάμη τη στέψη. Έβαλε κιόλας το πετραχήλι του. Φέρετε τη νύφη, προστάζει. Τότε ο πατέρας πλησιάζει τη νύφη, την πιάνει από το αριστερό χέρι, τη σηκώνει και της λέει, «με την ευχή μου παιδί μου, τυχερή να’σαι και καλορίζικη», ενώ δίνει εκείνη το δεξί της στον παπά φιλώντας του το χέρι. Έτσι την φέρνουν και την τοποθετούν μπροστά στο τραπέζι. Στο λεπτό βρίσκονται όλοι οι δικοί της κοντά της. Οι ξαδέρφες, οι αδερφές της τακτοποιούν το φόρεμά της, κρατούν το πέπλο (τώρα τελευταίως συνηθίζεται και αυτό), άλλη ετοιμάζεται να της κάμη αέρα κι αυτή με τα μάτια βουρκωμένα, την καρδιά κλειστή, αναπολεί τη ζωή στο πατρικό σπίτι που αποχαιρετά τώρα για πάντα και υποτάσσεται στα χέρια του αγνώστου πολλές φορές γαμπρού, κι άθελα φτερουγίζει στη σκέψη της το δίστιχο που γνώριζε από μικρή:

Έτσι το θέλησε ο Θεός, ο ξένος με τη ξένη,
δικολογιά να γίνωνται και φίλοι μποστεμένοι.

Ο γαμπρός ήρθε και στάθηκε δεξιά της. Ήρθαν τα παιδιά με τις λαμπάδες, τώρα ανταλλάσσει ο παπάς τις βέρες (δακτυλίδια). Μπαταρία από σφαίρες συνοδεύει σαν ευχή και αντιλαλεί σε βουνά και λόγγους το χαρούμενο γεγονός. Τώρα θ’αλλάξη ο παππάς και τα στεφάνια. Μιά φωνή ακούγεται απ’όλο το γάμο: καλορίζικα… πάλι σφαίρες συνοδεύουν την ευχή. Αν πέση το στεφάνι από το κεφάλι του γαμπρού ή της νύμφης, είναι πολύ κακό. Αν καή περισσότερο η λαμπάδα της νύφης θα πεθάνη αυτή πιο πρώτα ή και αντιθέτως. Και η γυνή να υπακούη τον άνδρα -ψάλλει ο παπάς. Σαν θέλη η νύφη να πατήση με το πόδι της την ώρα εκείνη τον γαμπρό, τότε αυτή θα κάνη κουμάντο (δηλ. θα διατάσση), μα η Σφακιανή κοπελλιά είναι σεμνή, δεν το κάνει. Αφήνει να υποτάσσεται, τυφλά μάλιστα, στον άνδρα της.

Τώρα ενώνει ο παπάς τα δάκτυλα των νεονύμφων, μια συγγενής από κείνες που παραστέκουν, τα σκεπάζει με ένα μαντήλι, έτσι, επειδή είναι ντροπή να φαίνονται. ΄λα τελείωσαν με το χορό του Ησαϊα.

Πρώτος εύχεται ο παπάς δίνοντας ασπασμόν με το χέρι του στα στέφανα των νεονύμφων. Μετά πρέπει να ευχηθή η μητέρα της νύφης, η οποία και χαρίζει δώρο στον γαμπρό μεταξωτό μαντήλι, στην κόρη της δε χρυσαφικό. Ύστερα ο πατέρας της νύφης, τ’αδέρφια της, μετά οι συγγενείς του γαμπρού. Η μάνα του λείπει, περιμένει στο αρχοντικό της να υποδεχθή το νιό ζευγάρι. Οι περισσότεροι γαμηλιώτες σιμώνουν στην ευχή. Εκεί που στέκουν οι νεόνυμφοι τους συγχαίρουν και παραπλεύρως της νύφης στέκει ένας με το δίσκο, μέσα στον οποίον θέτουν τα χρήματα, τα οποία και ανήκουν στην νύμφη. Την ώρα που ο καθένας δίνει με το χέρι του ασπασμόν στα στέφανα λέει: «Την ευχή του θεού νάχετε και τσή Παναγίας και όσ’αγαπώ τα παιδιά μου (ή όποιον στενώτερον συγγενή έχει) ν’αγαπιέσθε», και φεύγει με την χούφτα γεμάτη κουφέτα από του κουμπάρου που στέκει κοντά στον δίσκον και τα προσφέρει, ενώ συγχρόνως πετά και μερικά στον αέρα, για να τρέξουν να τα πιάσουν τα μικρά παιδιά, που κοιτάζουν το σακκούλι του με ανοιχτό στόμα.

Χίλια φιλιά ανακατεμένα με δάκρυα συνοδεύουν τώρα τον αποχαιρετισμό της νύφης με τους δικούς της. Οι πρωτοξάδελφοί της ετοιμάζονται να την παρακρατούν καθισμένη στο μουλάρι ως του γαμπρού.

Ο γάμος ξεκινά για το σπίτι του γαμπρού. Μπροστά τώρα πάει το μπαϊράκλι, μετά ο παπάς και πίσω η νύφη.

«Επήραμε την ροδαρέ απού’κανε τα ρόδα
Κι’αφήσαμε τη γειτονιά σαν κρουσεμένη χώρα».

Ο γάμος προχωρεί… Απ’όπου περνά βγαίνουν όλοι να ιδούν τη νύφη με τους δίσκους στα χέρια. Θέλουν να ιδούν αν είναι όμορφη. Και στα δικά σου, λέν οι ελεύθεροι, και στών παιδιών μας, λεν οι παντρεμένοι.

Χίλιες φορές την ώρα, που λέει ο λόγος, έχει προβάλει η μάνα του γαμπρού να κοιτάζει με λαχτάρα πέρα μακριά την κοκκινωπή στράτα που το τέλειωμά της  μπαίνει στο καταπράσινο φαράγγι. Επί τέλους, να ο πρώτος καβαλλάρης… Έρχονται, έρχονται, ακούγονται χαρούμενες φωνές… Όλοι βγαίνουν έξω και παίρνουν θέσιν υθποδοχής. Τώρα και οι μαγέροι που ήσυχα και ατάραχα κουτσοπίνουνε και τρώγανε μεζεδάκια, θέτουν με μιάς το λαβέντζη με το κρεατόζουμο στη φωτιά για να ετοιμαστή του γάμου το πιλάφι … Κι’ακούγεται το τραγούδι:

«Πρόβαλε, μάνα του γαμπρού και πεθερά τσή νύφης,
να δής τον ακριβό σου γιό και τη χρυσή σου νύφη…»

Οι παρακρατηχτάδες κρατούν τη νύφη να κατεβή από το μουλάρι. Στην πόρτα του σπιτιού, πρίν μπή μέσα η νύφη, την αγκαλιάζει η πεθερά και της εύχεται «να ζήσετε, παιδί μου, τυχεροί, με παιδιά και εγγόνια… και της βάζει χρυσό δαχτυλίδι. Μετά της δίδει ένα μαχαίρι, κι’αυτή χαράσσει ένα σταυρό επάνω στη μέση του τοίχου της πόρτας. Και τώρα της δίδει ακόμα ένα ρόδι κι’αυτή θα το πετάξη με δύναμη μέσα στο άδειο σπίτι. Αν σκορπίση, είναι καλό σημάδι…

Μόλις καθίση η νύφη, μπαίνουν όλοι και αρχίζει το γλέντι. Στα γόνατά της καθίζει αρσενικό παιδί, για να κάμη και αυτή το πρωτόπαιδο αγόρι. Στο παιδί αυτό δωρίζουν ένα πατητό. Πρώτος για το χορό θα σηκωθή ο κουμπάρος με τη νύφη και το γαμπρό κι ο λυρατζής τραγουδεί:

Την μαντινάδα μου θα πώ επάνω στο κεράσι,
να ζήση το αντρόγυνο, να ζήση να γεράση…

Το γλέντι συνεχίζεται πολλές φορές κι ως την Πέμπτη, οπότε αποχαιρετούν οι καλεσμένοι με την επιφύλαξιν να μην μείνη κανείς που να μην κάμη τραπέζι (δηλ. πρόσκλησιν φαγητού) εις το νέον ανδρόγυνον, που ξεκινά με αισιοδοξίαν να περάση τον μεγάλο κι ανηφορικόν δρόμον της ζωής.

Κεφ. Ε΄. – Τα κατά την τελευτήν

Α΄. Προγνωστικά του θανάτου.

Ο θάνατος στα Σφακιά της Κρήτης προμηνύεται από τα κακά όνειρα, τα σημάδια στις ωμοπλάτες των ζώων (κουτάλες) και από κάτι άλλα φαινόμενα, όπως είναι τα παρακάτω: κτυπήματα στις πόρτες των σπιτιών εις ώραν που δεν υπάρχει κανείς, κλείδωμα, ξεκλείδωμα, οπτασίες (βλέπουν π.χ. το πρόσωπο, που θα πεθάνη, μια στιγμή κοντά των όσον μακριά κι αν κατοική αυτό), ακούουν φωνή απ’έξω που τους καλεί και καμμιά φορά μάλιστα την γνωρίζουν, συνήθως νύκτα. Αν κράξη η κότα σαν κόκορας, σημαίνει συμφορά στο σπίτι και γι’αυτό την σφάζουν, έτσι υπάρχει πιθανότης ν’αποφευχθή το κακό. Αν έρθη όμως και η ζάρα και κράξη, δηλ., η σκλόπα, το κακό πουλί, μια φωνή ή τρείς φωνές, είναι βέβαιον ότι θα πάθη κανείς κακό. Αν τριγυρίζουν γεράκια στο νεκροταφείον, κάποιον νεκρόν περιμένουν.

Β΄. Τα μετά την τελευτήν.

Το κακό χαμπέρι (θλιβερό μήνυμα) πληροφορούνται οι συγχωριανοί του αποθανόντος από την καμπάνα που παίζει νεκρικά ανεξαρτήτως ώρας (ημέρας δηλαδή ή νύχτας)  και τις άγριες και σπαρακτικές φωνές των δικών του (εσύραν τις φωνές). Αμέσως τρέχουν συγγενείς και φίλοι και έτσι, όπως είναι ζεστός ακόμη ο νεκρός, τον αλλάσσουν, αν είναι άνδρας, δύο άνδρες, αν είναι γυναίκα, δύο γυναίκες. Ο νεκρός πλύνεται με κρασί σ’όλο το σώμα, έπειτα τυλίσσεται σε λουρίδες φάρδους 40 εκατοστών από άφορο πανί. Αυτό είναι το λαζάρι του – κοινώς λαζαρώνεται. Με στενώτερες λουρίδες δένουν τα χέρια μαζί και τα πόδια. Επίσης μια άλλη στενή λουρίδα δένει το κεφάλι με το σαγόνι. Στο στόμα του κάνουν κερένιο σταυρό και μετά τον ντύνουν με τα καλύτερά του ρούχα και τον τοποθετούν στο καδελέττο (νεκροκρέββατο που ανήκει στην εκκλησία και είναι κοινόν δι’όλους). Στα τελευταία χρόνια, πολύ αραιά, βρίσκουν και κάσες. Στο κεφάλι του βάζουν προσκέφαλο από φύλλα ελιάς ή λεμονιάς με ένα ραμμένο σταυρό επάνω.

Έτσι τακτοποιημένος τοποθετείται στο μέσον του ιδιόρρυθμου καμαράτου σπιτιού με το πρόσωπο ανατολικά. Το κλείσιμο των ματιών το κάνουν απολύτως οι οικείοι του. Σαλιώνουν τα δυό δάκτυλα, παίρνουν χώμα και πιέζουν τα βλέφαρα να κλείσουν καλώς, γιατί τα ανοιχτά μάτια σημαίνουν νέα συμφορά. Αν παρά τις προσπάθειες μείνουν τα μάτια ή το ένα μάτι ανοιχτό, πιστεύεται ότι ο νεκρός θα πάρη και άλλον από το σπίτι.

Επάνω στα χέρια του νεκρού τοποθετείται τα εικόνισμα. Βάζουν λιβάνι και φωνάζουν τον ιερέα να τον παραδώση (δη. Να του διαβάση την σχετικήν ευχή). Στη θέσι που ξεψύχησε κρεμούν τον λύχνο αναμμένο. Εκεί θ’ανάβη σαράντα μέρες, γιατί η ψυχή θέλει φώτα να βλέπη.

Οι φωτογραφίες ξεκρεμούνται από τους τοίχους και ο καθρέπτης σκεπάζεται. Γύρω στο καδελέττο κάθονται τώρα οι γυναίκες του σπιτιού (μάνα, αδερφές, σύζυγος, κόρες και ξαδέρφες) με ξέπλεγα μαλλιά (λυτά μαλλιά). Η μάνα για τα γυιό της, η σύζυγος για τον άνδρα της, η αδερφή για τον αδερφό τα μαλλιά τα κόβει, κουρεύεται, εξ ού και η κατάρα: «ο Θεός να μού τ’αξιώση κι’οι εφτά ουρανοί και να διπλοκουρευτή για τ’αδέλφια τζη, (ή τον άνδρα τζη) και να μην αργήση».

Μέσα σε μιάν απερίγραπτη ατμόσφαιρα θρήνων που συνοδεύουν κτυπήματα στα στήθη και τραβήγματα των κομμένων μαλλιών που αλύπητα είναι σκορπισμένα στο νεκροκρέββατο, πλεξούδες σαν το μετάξι, ξεσπά ο ακράτητος και βαρύς πόνος σε  μοιρολόγια, δηλ. σε στίχους που αυτοσχεδιάζονται και έχουν ανάλογον περιεχόμενον με την ζωή, τους πόθους και τα όνειρα του νεκρού και των δικών του.

«Γιάντα, αδερφέ μου, το καμες, ανθέ μου,
ετούτο δα το πράμα, φρόνιμέ μου,
Ρήγα, και δεν εσκέφτηκες, καμάρι μου,
μάθια μου, τσ’ εδικούς σου, παλληκάρι μου;
Μονό ‘φυγες και μίσεψες, αϊτέ μου,
εις τον ανθό τζή νιότης, άτυχέ μου!
Και μείς επεριμέναμε, ψυχή μου,
να κάμης σπίτι και παιδιά, καλέ μου,
μά ενίκησέ σε ο Χάρος, αδερφέ μου.
Για ερέχτηκες την συντροφιά, καμάρι μου,
απούχει ο κάτω κόσμος, κανακάρη μου,
κι’ εδά στο μνήμα θα κλειστής, γλυκέ μου,
στο μαυροαραχνιασμένο, αδερφέ μου;
Πάρε, αδερφάκι μου, χρυστό, γλυκό μου,
χαιρετισμό να δώσης, ακριβό μου,
γιέ μου, και στον πατέρα μας, ζωή μου,
που θα σε περιμένη, τσελεπή μου…»

Του βάζουν στο χέρι να κρατά κάτι (κουφέτα, πετσέτες του αργαλειού κεντητές, σακκούλες κ.τ.λ.).

Έτσι εξωτερικεύεται ο πόνος και απαντά αναλόγως η μια μοιρολογίστρα στην άλλη ατελείωτες ώρες, γιατί ο νεκρός πρέπει να ξενυχτήση στο σπίτι και να ταφή πάντα την επομένη. Είναι καλό πράμα, δηλαδή μισθό από το Θεό, να ξενυχτίση κανείς νεκρό, όπως και να του χαρίση το λαζάρι του.

Γ΄. Ταφή.

Φεύγει ο νεκρός από το σπίτι, ενταφιάζεται, αφού του λύσουν χέρια πόδια (ελεύθερος πρέπει να κατεβή στον Άδη), σε μνήμα κάποτε οικογενειακό ή και συγγενικό, μόνον αφού αποσύρουν τα οστά του πρώην ενταφιασθέντος και τα πλύνουν με κρασί και τα ρίψουν στο κοιμητήρι (οστεοφυλάκιον). Πολλές φορές λένε ότι αναδίδει ο τάφος ευωδιά, αυτό δε σημαίνει, ότι ο νεκρός του ήταν δίκαιος, αλλά και τα οστά του δικαίου είναι λέγει λευκά σαν χιόνι και κάνουν επάνω κάτι σχήματα σαν άνθη.

Αν όμως ο νεκρός ευρεθή άλειωτος, σημαίνει ότι διέπραξη αμάρτημα ή και κάποιος άλλος από το σπίτι του. Στη Χώρα Σφακίων ένα δωδεκαετές παιδάκι ευρέθη άλειωτο, διότι το σεντόνι που το είχανε τυλίξει είχε δαντέλλες πλεγμένες από τις αδερφές του πάντα Κυριακή ηξμέρα. Αραιά παρατηρούνται άλειωτα πτώματα, αλλά πάντα εξηγείται τούτο από την αμαρτία. Σε τέτοιες περιπτώσεις βράζουν κόλλυβα, ετοιμάζουν και λειτουργία, έρχονται όλοι οι χωριανοί και συγχωρούν. Τότε σε επόμενη εκταφή βρίσκονται λειωμένα τα πτώματα.

Δ΄. Τα μετά την ταφήν. Μνημόσυνα.

Το σπίτι που πενθεί μένει άσπριστο πολλές φορές και χρόνια.

Μέσα είναι όλα μαύρα, ως και τα τραπεζομάντηλα και τα κασελοσκεπάσματα (σκέπασμα καρυδένιου μπαούλου). Εις τον τοίχον μόνον η φωτογραφία του αποθανόντος.

Σαράντα μέρες από του θανάτου του νεκρού πρέπει να πιάνη η μητέρα, η γυναίκα ή η αδερφή του νεκρού λιβάνι, δηλ. επί σαράντα μέρες ετοιμάζεται φαγητό επιίτηδες, το οποίον δίδεται εις φτωχά σπίτια «για συγχωρεμό» και πιστεύεται ότι ο πεθαμένος τα ευρίσκει εις τον κάτω κόσμον, γι’αυτό και φροντίζουν να είναι εξαιρετικά.

Με την αυγή ετοιμάζεται και μαγειρεύεται το φαγητό: σαν τελειώση τοποθετείται στο τραπέζι ως εξής: Ένα πιάτο φαγητό, ψωμί, κρασί γεμάτο ένα ποτήρι, ένα ποτήρι νερό, το θυμιατό με λιβάνι, ένα κερί αναμμένο. Αν έχη ετοιμαστή και δεύτερο είδος φαγητού, βάζουν και απ’αυτό δεύτερο πιάτο. Μέσα στο θυμιατό παίρνει αυτός που το ετοιμάζει μια σταγόνα κρασί, μια σταγόνα νερό (με το μικρό του δάκτυλο: το βουτά στο ποτήρι και το στάζει επάνω), ένα ψίχουλο ψωμί, ένα ψίχουλο από το κάθε φαγητό και λίγο λιβάνι. Κρατεί στο χέρι το θυμιατό, σταυρώνει επάνω εις το τραπέζι τρεις φορές και λέει: κάμε, Χριστέ μου, να το βρή η ψυχή του στον κάτω κόσμο, να δροσιστή! Κατόπιν τοποθετεί το θυμιατό στην αυλή, σβήνει το κερί και παίρνει τα φαγιά στον δίσκο και τα δίνει στη γειτονιά. Η γυναίκα αυτή τα δίνει πρωϊ και χρειάζεται να είναι νηστική και καθαρή, τα δε φαγητά νηστήσιμα και τις νηστήσιμες ημέρες, έτσι ο νεκρός θα νοιώση χαρά και αγαλλίαση και θα τύχη δικαιοσύνης από τον Θεό. Στα πολύ φτωχά σπίτια το λιβάνι, δηλ. τα φαγιά αυτά, τα ξοδεύουν οι ίδιοι και συγχωρούν.

Η πεθούσα γυναίκα στα Σφακιά φορεί μαύρο μαντήλι στο κεφάλι (τσεμπέρι). Αν θέλη να δη τον νεκρό της και στον ύπνο, τοποθετεί επάνω στο τραπέζι αυτό, που τοποθετούνται και τα φαγιά, το τσεμπέρι της.

Στη Χώρα των Σφακίων η Δ...  Ψ… είδε το βράδυ  στον ύπνο της τον άνδρα της ότι φορούσε την Κρητική στολή του, χωρίς όμως στο κεφάλι νάχη το μεταξωτό μαύρο μαντήλι με τα κρόσια και τον ερώτησε γιατί;  Εκείνος της είπε τότε «ξεχάσατε να μου το δώσετε».

Το πρωί έψαξε και το βρήκε και το έδωσε εκεί που είχε δώσει και τη στολή του ονείρου. Το βράδυ πάλι τον ωνειρεύτηκε, διότι πάλι είχε τοποθετήσει το τσεμπέρι στο τραπέζι, και τότε τον είδε και το φορούσε γελαστός και ευχαριστημένος.

Η Μ. Β. από το Ασκύφου Σφακίων με τον ίδιο τρόπο είδε στον ύπνο της τον αδερφό της στολισμένο και αξύριστο και τον ερώτησε, γιατί δεν έχει ξυριστή. Τότε της είπε «Αφού δεν μου δώσετε μηχανή πώς να ξυριστώ;» Την επομένη έδωσαν σε κάποιο φτωχό τη μηχανή που ξυριζότανε.

Τα κόλλυβα εις τα Σφακιά δεν ετοιμάζονται κατά διάφορον τρόπον απ’ ό,τι εις την λοιπήν Κρήτη, μόνον που κάθε μνημόσυνο εκτός του δίσκου με τα κόλλυβα συνοδεύεται και από ένα δίσκον κουλούρια όπως και του γάμου, μια μεγάλη φιάλη κρασί, ένα δίσκον τυρί κομμένο σε κομμάτια και ένα δίσκον καλιτσουνάκια. Όλα αυτά δίδονται για συγχωρεμό εις τους εκκλησιαζομένους. Όταν συμπληρωθή το δεύτερον έτος από του θανάτου του νεκρού, του κάνουν πάλι κόλλυβα. Αυτό λέγεται συναπάντημα. Το ίδιο γίνεται και όταν συμπληρωθή το τρίτον έτος. Εδώ σταματούν τα μνημόσυνα, αλλά το πένθος εξακολουθεί, αν μάλιστα πρόκειται περί χήρας, δεν βγάζει εφ’όρου ζωής ούτε τα μαύρα ρούχα ούτε το τσεμπέρι της.  

 

Επιμενίδης.... Μάρκος Μουσούρος Ρουσσέτος Σγουράκης Γιώργος
Έθιμα Σφακίων Κρήτης Κυδώνι
Λεξικό Γιανναράκη 1876 Λεξικό Παπαγρηγοράκη 1956