Α |
|
άβρια λαφίτσα, η = η στείρα ελαφίτσα 448.16 |
αβρυά, τα = βρύα 479.4.5 |
αβρυάζω = γεμίζω από αβρυά 479.5 |
αβρυοκάλαμα, τα = καλάμια που βγαίνουν στα βρύα 479.4 |
αγαλιανά, επίρ. = αγάλι, σιγά-σιγά 451.4 |
αγγήνιο, το = αμεταχείριστο, καινούργιο (ανεγκαινίαστο) 10.9 |
άγγουρος, ο = (άωρος) νέος 79.1117.12 345.6 418.1 450.8 475.16 |
αγιοκωσταντινάτο, το = 1) νόμισμα του Μεγ. Κωνσταντίνου 2) Σπαθί που κατασκευάστηκε επί Μεγ.Κων/τίνου 489.11 |
αγκανάρω = υποχρεώνω (λ. ιταλ.) 196.1 |
άγομε = άμε, πήγαινε 402.2 403.2 |
αγρίμι, το = η αίγαγρος 42.4 121.10 196.παραλ.1 200.3 230.14 278.2282.2 324.2 354.1 387.5 414.2 |
αγριμολόγος, ο = κυνηγός των αγριμιών 146.5 247.9 |
αγριμολογώ = κυνηγώ τ' αγρίμια 387.4 |
αδερφοχτός, ο = αδελφοποιητός,(σύνδεσμος φίλων δι'όρκου) 316.13 |
αζιγανιά, η = αδικία 74.1 |
αζιγανεύω = αδικώ 318.3 |
αηδονισμός, ο = το κελάηδημα σαν του αηδονιού 448.3 |
αθιβολή, η = η κουβέντα, ανάμνησις 45.1 46.1 47.1 466.2 |
αϊδέρνω = βοηθώ (λ. ιταλ.) 1.2 |
αλάϊ, το = πλήθος (λ.τουρκ.) 105.28 |
αμαδολογώ = παίζω τις αμάδες 234.8 |
αμάραντος, ο = είδος αγρίου θάμνου 302.2 |
αμάχι, το = μίσος, έχθροτητα 115.3 |
αμεταγάερτος, ο = ο τόπος όπου πηγαίνει κανείς και δε γυρίζει (γαέρνει) πίσω 223.12 |
αμπαντονιάρω = αφήνω (λ.ιταλ.) 443.9, 13 |
αμπασιαδόρος, ο = απεσταλμένος (λ.ιταλ.) 107.3 110.2 111.2 |
αμπασωπός, ο = λίγο αργός (λ.ιταλ.) 471.34 |
αμπελότραφος, ο = το περίφραγμα του αμπελιού 353, παραλ.3 |
αμπολιάζω = εκλέγω-εμβολιαζω 181.2 |
αμπολιάρης, ικος, ο = διαλεκτός, ο εκ των προτέρων προορισμένος για κάποιον 23.6 158. παραλ.8 195.12 352.3 391.7 |
αμπωχτέ, η = σπρωξιά 197.6 |
αναβόλι, το = μαξιλάρι του νεκρού 446.26 |
αναβολιάζω = κάμνω το αναβόλι 446,Γ΄25 |
αναγυρισμένος = αναδεδειγμένος, αξιοτιμημένος 49.2.7 313.1 |
αναζένω = ξαναζεσταίνω 99.8 |
αναθιβάλλω = κάνω λόγο, υπενθυμίζω 3.3. 492 |
ανακουτραλεύω = ανακατεύω, ψάχνω 413.4 |
αναμαζωξιάρης, ο = ο από άλλο μέρος ελθών, 13.6 |
αναντρανίζω = σηκώνω ψηλά το βλέμμα (άνω ατενίζω) 443.4 |
αναπαθιώ = τσαλοπατώ 560.5 |
ανασέρνω = αναρριχώμαι 21.1 |
ανασέρνω ποταμό = πηγαίνω από τις εκβολές στην πηγή του ποταμού 479.1 |
αναστορούμαι = ενθυμούμαι, 462.Γ΄26, 507.8 509.7 |
ανεδιάζομαι = διαισθάνομαι, υποψιάζομαι 71.11 |
ανελεήμονα = χωρίς έλεος 491.11 |
ανεμοκυκλοπόδης ο = ο ταχύπους 465.5 ανέν και = αν ίσως και 131 παραλ.2, 420.13 |
απολέρνω και αμορέρνω = αφήνω ελεύθερο κάποιο που κρατώ 420.31.45 478.9 |
αποντεστινιάρω = βοηθώ, συντρέχω, σώζω (λ.ιταλ.) 420.41 |
αποστειρώνω = σταματώ να βγάνω νερό 420.παραλ.4 |
αποτσακίζω = στρέφω τα ζώα του κοπαδιού προς άλλη κατεύθυνση, ή τα σταματώ 54.10 363.10 |
αποτριβίδα, η = το ψωμί που γίνεται από τα τρίμματα της ζύμης 307.6 |
αραγιάς, ο = βλέπε ραγιάς |
αραγός, ο = ασκί μικρό 190.11 |
αργαλίτσα, η = αργαλειός υφάνσεως 177.1 |
αργαστήρι, το = 1) αργαλειός υφάνσεως 2) μαγαζί, εργαστήριο 77.4 |
αργολαλώ = παίζω αργά (το κουδούνι) 115.1 496.4 |
αργυρομανιασμένα σκυλιά = σκυλιά που φορούν ασημένια περιλαίμια 467.30 |
αρδαχτιλινότσιτα, η = το αγριοάγκαθο 190.12 |
αρίφνητα = αναρίθμητα 92.11 488.4 |
αρκομπούζια, τα = μπιστόλια 336.3 |
αρμί και αρμός = κορυφογραμμή, άλλως ρίνα ή κόρδα 54.7 |
αρνεύγω = ειρηνεύω, ησυχάζω 122.3 123.1 |
αρνομάντρι, το = η μάντρα (ή κούρτα) των αρνιών (λ.ποιμενική) 322.2 |
αρόλιθος, ο = λακκουδάκι στο βράχο με βρόχινο νερό 475.15 |
άσπρο, το = νόμισμα τουρκικό το 1/3 του παρά 437.2 |
άτζεμπα = άραγε (λ.τουρκ.) 177.9 290.5 |
αντζί το = η γάμπα, κνήμη 55.1 190.12 290.3 |
ατιμάζω = τιμώ πολύ (το α επιτατικό) 67.5 |
ατσετάρομαι = καταδέχομαι, δέχομαι (λ.ιταλ.) 443.10 |
αφαλόπονος, ο = πόνος στον ομφαλό 197.15 |
αφορούμαι = υποψιάζομαι 316.9 |
|
Β |
|
βάγια, η = δούλα 87.5 196.6 300.27 379.5 420.23 445.20 453.36 466.22,55 |
βαγεστίζω και βαγεστώ = αφήνω, εγκαταλείπω κάτι 486.7 |
βαγιοκλαδίζω = περιποιούμαι 84.2 144.14 |
βάρδια, η = φρουρά 478.20 |
βαροκουραδάρης, ο = μεγάλος κτηνοτρόφος ποιμνίων 344.2 |
βαροχαρατσώνω = επιβάλλω βαρύ φόρο 437.2 |
βαυαλίζω = περιποιούμαι, θεραπεύω 22.9 |
βγορίζω = βλέπω, φαίνομαι 325.2 410.3 |
βγορολογώ = επισκοπώ από μακριά 121 παραλ. 21 |
βουλή, η = 1) θέλησις 285.2 2) συμβουλή 370.11 |
βουργιάλι, και βουργίδι, το = εγχώριο σακκίδιο της πλάτης 10.5 121.9 |
βουτακιά, η = βουτιά 290.13 |
βουτσάκι, το = μικρό βουτσί (βαρέλι) 285.11 |
|
Γ |
|
γαέρνω ή γιαγιέρνω = γυρίζω πίσω 214.22 215.11 238.13 256.8 259.4 356.20 379.4. Ως εκ τούτου: |
γαερμός = η επιστροφή 241.3 259.3 |
γαλιώτα, η = είδος πολεμικού πλοίου 434.16 371.1 |
γαργερός, ο = ακάθαρτος 450.18 |
γαργιοφορεμένος, ο = αυτός που φορεί γαργιά (λερωμένα, ακάθαρτα) ρούχα 349.3 |
γδέχομαι = απεκδέχομαι, περιμένω 232.7 453.11 |
γείρω (να) = να εγείρω, να σηκωθώ 300.14 |
γέμι, ΄το = τροφή των ζώων 455.4 |
γεμιτζής, ο = ο ναύτης 427.1 |
γέρνομαι = 1) εγείρομαι, σηκώνω 434.4 2) γερνώ, γηράσκω 370.15 |
γεύγομαι = το γεύομαι της καθαρεύουσας τρώγω 4.3. 116.6 147.1 376.1 377.1 483.1 για μιάς = αμέσως, δι μιάς 420.8 |
γίγλα, η = εξάρτημα της σέλας του αλόγου (κοιλιόδεσμος) 472.20 |
γιδόλερο, το = λέρι (ο κωδωνίσκος) της γίδας 496.2 |
γιουρουντώ = ορμώ 380.4 (λ.τουρ.) |
γιτσικό, το = το αιγίσιο, κατσικίσιο 363 παραλ.13 496.27 |
γιτσικονόμος, ο = ο βοσκός των αιγών (λ.ποιμενική) 122.5.6 698.2 |
γκάβγω = φεύγω 446.12 |
γκαρδιακός = ο εγκάρδιος 393.2 |
γλακώ = τρέχω 121.παραλ.17 Εκ τούτου: |
γλακηχτής,ο = ο δρομεύς 517.3 και |
γλάκιο, το = τρέξιμο 234.10 136.4 387.5 |
γληνοκουρούπα, η = το κιούπι (η κουρούπα) που βάζουν τη γλήνα 123.10 241.4 |
γλιτσιάζω = γίνομαι γλοιώδης, γλυστερός 54.11 |
γνέφω = 1) νεύω, κάνω νόημα. 2) κάνω τη δουλειά του γναφέ ως των δερμάτων 496.36 |
γοργογόνατος, ο (μαύρος)= ο ταχύς ίππος 455.1 465.5 474.15 |
γουργουθάκι, το = λακκουδάκι σε βράχο με νερό 117.9 |
γροικώ και δροικώ = ακούω 267.2 263.11 475.6 |
γυνόλουρα, τα = το γυνί με τα εξαρτήματά του 87.14 |
γυρές, το= γυρεύεις 369.5 |
|
Δ |
|
δαμασκί σπαθί, το = σπαθί κατασκευασμένο στη Δαμασκό 61.8 428.3 |
δέση, η = τομέρος όπου δένεται (κόβεται) το νερό του ποταμού για να πάει στο μύλο ή στον κήπο 82.8 |
δέτης, ο = γύρος της πεζούλας 197.5 |
διαγουμίζω = εξολοθρεύω 17.2.3 45.4.5. 98.3.4. 469.8 |
διαλαλώ = διακηρύσσω, καλώ με τον τελάλη 69.1 |
διανεφτώ (να) = να πράξω, να ενεργήσω 294.1 |
διαντήρα = κοίταξε 10.7 67.3 (το "δια" μπαίνει σαν επιτατικό του ντήρα) |
διάω = κατοικώ, διαμένω 472.4 11 |
δικονίζομαι = διακονίζομαι, επαιτώ 252.1 |
δίμουρος, ο = ο διπλοπρόσωπος, δόλιος 306.2 |
διώμα, το = ιδίωμα, βλέμμα 298.4 325.4 και παραλλαγή 3η 2 341.5 εξ αυτού έγινε το επίθετο "διωματάρης" = ιδιωματάρης |
δόμοι, οι = πρόσθετα τεμάχια πετσιού πάχους 2 εκατ. που καρφώνουν οι ορεσίβιοι κάτω από το πέλμα των στιβανιών τους, ανά δύο εμπρός και δύο πίσω, για να διευκολύνονται όταν ανεβαίνουν ή κατεβαίνουν δύσβατα μέρη 25.13 |
δοξάρια, τα = τοξάρια, τόξα δηλ.μεταφορικά οι δυνάμεις 215.15 226.3 Άλλο από το δοξάρι της λύρας. |
δόσια, τα = όσα δίνει κανείς για να πάρει ή να απολαύσει κάτι 480.7 |
δραγάτης, ο = φύλακας των αγροτικών περιουσιών, αγροφύλακας 476.15 |
δράκος, ο = δράκοντας (θεριό) 93.1 162.1 205.2 486.5 |
δρομολάτης, ο = ο οδοιπόρος, διαβάτης 445.6 499.5 |
δροσολογώ = βγαίνω το πρωϊ με τη δροσιά έξω. |
|
Ε |
|
εδεπά = εδώ 369.7 442.29 |
ελβανικά = βιαστικά (στην περίπτωση του τραγ. 75.2 |
ελέξαν = έμπλεξαν (συγκεκαλυμμένα) 381.1 515.2.4 |
ελεφαντινό, το (ζεύγος ερωτευμένων) = άσπρο και ωραιότατο σαν το ελεφαντοστούν 135.4 |
εξεκινημός, ο = η εκκίνηση 488.1 |
επά = εδώ 316.11 358.48 365.14 445.4 |
επέρα = πέρα 443.6 (το ε προστέθηκε χάριν του μέτρου). |
εργώ = κρυώνω, ριγώ 32.1.3.6. 218.28 |
έρεγος, ο = αρεστός (εκ του ορέγομαι) 453.4 |
ερωθιές, οι = 1) ερωτικές παραστάσεις στην επιφάνεια των ποτηριών 27.3 2) τόπος έρωτα 38.6 39.7 |
ευγιά, η = η ευδία, καλός καιρός 474.7 |
|
Ζ |
|
ζαβιδάτο = το ύφασμα όταν στην ύφανση έχει ταινίες (γραμμές ίσιες) 181.10 |
ζαμάνι, το= πολύς καιρός, διάστημα (λ.τουρκ.) 553.7 |
ζευτικό, το = το βόδι (από το ζευγνύω) 468.16 |
ζουρίδα, η = κουνάβι 112.10 |
ζυγώνω = διώχνω 246.1 282.23 287.1 |
Θ |
θελύ και θελίκι, το= η θηλιά 473.9 |
θέτω = κατακλίνομαι, πλαγιάζω 263 παραλ. 7 413.6 435.26 496.5 |
θιαμπόλι, το = ο αυλός 121 παραλ. 1 |
|
Κ |
|
κακαφορούμαι = υποψιάζομαι κακό 384 παραλ. |
κακογέννητος, ο = αυτός που σέρνει από κακή γεννιά, ο κακόσειρος 560.5 |
κακογραμμένος, ο = άτυχος 445.27 |
καλαμιά, η = το βοσκήσιμο ξηρό χόρτο 53.2 446.12 |
καλίκια, τα = γυναικεία σάνδαλα χωρίς φελλό 79.8 |
καλικώνομαι = βάζω τα υποδήματα ή στιβάνια μου. |
Καινουργιοκαλικώνομαι = βάζω καινούργια στιβάνια 61.9 |
καλός, η = εδώ ο ερωμένος 474.1 |
κάμπανος, ο = το καντάρι 422.12 |
καμπογυρίζω = γυρίζω εδώ κι εκεί στον κάμπο 301.8 |
κανάκι, το = χάδι, θωπεία, 238.31 451.2 |
καούδια, τα = βάσανα, μαρτύρια 436.46 |
καπανταής, ο = παλληκαράς 358.99 |
κάρδας, ο = οισοφάγος 112.17 |
καρεφυλάτο = αρωματικό φύλλο 219.3 |
καρπέτα, η = είδος φούστας 467.24 |
καρσί = απέναντι (λεξ. Τουρκ.) 478.17 |
καρφίχτης, ο = καθρέπτης 204.7 |
κασαβέτι, το = η λύπη (λ. τουρκ) 527.19 καταλύω = 1)φονεύω, σκοτώνω 130.9 172.4 204.2 280.4 323.4 2) καταναλίσκω, ξεσχίζω ρούχα ή παπούτσια 301.5 |
κάτινο, το = του γάτου 363.14 |
κατοικηριό, το = κατοικία 405.4 |
κατσόπρινος, ο = το πρινάρι 121.9 |
κατσουλοπαιγνιδιάρης, ο = αυτός που κινεί τα μάτια του σαν τη γάτα (κατσούλα) 34.2 |
καυκί, το = 1) δοχείο υγρών, που γίνεται από ξηρή κολοκύθα κομμένη στη μέση 307.8 2) αριθμός προβάτων ή αιγών 20 τοιούτων (λ.ποιμενική) 336.5 496.13 |
καύκος, ο = ερωμένος 414.2 450 παραλλ.2 |
κεντηνάρι, το = εκατοντάς 99.14 18 |
κερολίβανο, το = αυτό που έχει κέρατα κιτρινωπά και καμπύλα (λ.ποιμενική) 344.7 |
κερούλα, η = η έχουσα κέρατα (λ.Ποιμενική) |
κεφάλωπος, ο = τράγος που έχει διαφορετικό χρώμα στο κεφάλι και στο σώμα |
κιαγιάς, ο= επίτροπος 358.63 |
κι απόεις = και έπειτα 306.6 |
κιβούρι, το = μνήμα 413.6 463.15 464.28 52.14 |
κινάς, ο = χρώμα βαφής νυχιών 340.9 |
κιτάπι, το = βιβλίο (κοράνιο) 130.11 485.9 |
κλιτά - κλιτά = πλαγίως, με κλίση 408.2 και παραλλ. 4.2 |
κλιτός, ο = αυτός που έχει κλίνει το κεφάλι, παραπονεμένος, θλιφτός 63 παραλλ. 179.5 302.8 |
κοίτουμαι= κατακλίνομαι, πλαγιάζω 345.6 |
κολαϊνα, η = γυναικείο κόσμημα λαιμού189.5 |
κολατσιό, το = πρόγευμα 372.3 373.3 509.12 513.1 |
κολισαύρα, η = το ερπετό σαύρα 363.14 |
κομπωτής της αγάπης = ο ψεύτης, απατεών της αγάπης 92.2.3 |
κομπώνω = απατώ 456.5 474.9 |
κονεύω = κάνω κονάκι, διαμένω 64.6 |
κοντό = άραγε 198.12 316.9 487.36 |
κοπέλι, το = παιδί 480.16 |
κοπελιάρης, ο = ο ωραίος νέος σαν κοπέλλα 272.6 |
κοπελιαράκι, το = ο νεανίσκος 357.2 |
κόρδα, η = τοπωνύμιο στις Ρίζες 336.1 496.7 |
κορδίζω = τεντώνω 290.3 457.27.28 |
κορφολογώ = κόβω τις κορυφές 249.3 460.1 461.1 |
κουλουμούντρι, το = η τούμπα, κυβίστησις 196 παραλ. 2 |
κουμαριά, η = αυτή που έχει το χρώμα του κουμάρου (ερυθροκίτρινη) 324 παραλ.2 |
κουμαρογάλανη, η = η έχουσα το χρώμα κιτρινωπό (κουμάρου) 503.7 |
κουνάλι, το = πολύ ώριμο 378.18 |
κουνερός, ο = μεγάλο πήλινο ποτήρι 256.20 |
κούντουρος, ο = ο κοντός, βραχύς 252.3 |
κουράδι, το = κοπάδι 30.5 99.1 121.5 195.5 288.2 369.19 396.7 496.6 |
κουργιαλός, ο = πολύ μαύρος 54.5 |
κούρμπα, η = στροφή αμαξ. Δρόμου 351,1 |
κουρμπάνι, το = σφάγιο (λ.τουρκ.) 358.29 |
κουρνός, ο = παρδαλλός 247.11 339.5 369.14 503.6 (λ.ποιμενική) |
κουρσάρος, ο = πειρατής 473.15 |
κούρτα, η = στάνη, μάνδρα 472.49 496.11 |
κούρταλα, τα = (κρόταλλα) χειροκροτήματα 466.24 |
κουρταλώ = παίζω κούρταλα 300 παραλ.Κρι.5.6. |
κουσουλταρίζω = συμβουλεύομαι 52.3 |
κουτσοκέρης,ο = ο έχων κομμένα τα κέρατα (λ.ποιμενική) 71.5 |
κουτσουνάρα, η = υδρορροή 109.21 |
κυκλοπερπατούσης, ο = ο γρήγορος στο τρέξιμο 674.14 |
κύροι, οι = πατεράδες 473.15 |
|
Λ |
|
λαγκά, τα = οι λαγκαδιές 324.1 496.24 |
λαγκοπέρασμα (λαγκός + πέρασμα)=η δίοδος των λαγκαδιών 91.4 |
λαγωνεύγω = αναζητώ, ψάχνω 387.4 |
λαζάνια, τα = εγχώριο ζυμαρικό 86.18 |
λαζάρι, το = λευκό πανί που ντύνουν το νεκρό 446.26 464.27 |
λαθουράτη, η = η κότα που έχει χρώμα |
λαχουρί (ποικίλον) 559.8 |
λαλώ (πρόβατα ή άλλα ζώα)= οδηγώ 53.1 87.2 170.1 188.3 240.3 363.10 |
λαμπριάζομαι και λαμπροσκολιάζω = περνώ τις γιορτές του Πάσχα 63.5.6. |
λαντουρώ = ραντίζω 430.3 |
λαχαίνω = τυχαίνω 337.1 |
λαχουρί, το = πολύχρωμο 358.134 |
λαχτέ, η = ποδαριά 154.21 |
λάψες, οι = λάμψεις 232.15 |
λέσι μου = μου λένε 384.4 |
λέρι, το = κώδων αιγοπροβάτων 109.18 240.13 299.7 339.7 467.22 406.3.24 503.6 521.5 |
λέσκα, η = πεζούλι σε απόκρημνο μέρος όπου καμια φορά φθάνουν οι αίγες και δεν μπορούν έπειτα ούτε να προχωρήσουν ούτε να οπισθοχωρήσουν. Τότε οι βοσκοί λένε ότι ελέσκωσε η αίγα και φροντίζουν και την ξελεσκώνουν 2.3 200.5 |
λιακόνι, το = είδος ερπετού (ηλιακό) 363 παραλ. Β΄10 |
λιθάρι, το = βόλι, λιθοβολία (αγώνισμα) 473.8 |
λιμνιό, το = μικρήλίμνη, λάκκος νερού 237.8 |
λιμπίζομαι = επιθυμώ ζωηρά 199.2 |
λιναρομπάμπακα, τα = λινάρια και μπαμπάκια 288.6 |
λογάδι, το = νήμα βαμβακερό κόκκινο ή μπλέ 401.2 |
λουβός, ο = λεπρός 190.6 |
λουμπάρια, τα= κανόνια 434.13 |
λουμπαριά, η = κανονιά 434.8 |
λούπης, ο = λύκος 139.8 |
λουρίσκος, ο= μικρό λουρίον, ιμάς 245.9 472.3.7 |
λουτρουγώ = λειτουργώ, κάνω λειτουργία της εκκλησίας 1.3 397.9 417.3 |
λώμπης = λέω μήπως 112.2 214.16 267.5 |
|
Μ |
|
μαγαρίζω = λερώνω 267.3 447.9 479.7 |
μαγαρισμένη, η = άτιμη (εδώ) 76.παραλ. |
μάϊνα = σταμάτα 434.3 (λ.ναυτική) |
μαϊνασί = σταμάτημα, παύσις 504.4.5 |
μαγκλάβι, το = βάσανο 507.7 |
μαγκλαβίζω = βασανίζω, κατατυραννώ 76.4 187.1.2 παραλ. 379.5 192.1 193.6 441.1 485.7 509.4 546.5 |
μαγνάδι, το = ο πέπλος 420.16 |
μαμουρεύγω = καλλιεργώ τα χωράφια 151 παραλ. 2 |
μανί, το = η μάνα 285.1 |
μανιάκι, το = περιλαίμιο σκύλων 467.23 |
μανιακωμένος, ο = ο φέρων περιλαίμιο 54.3 287.4 |
μανέλλι, το = βραχιόλι 467.23 |
μάνιτα, η = οργή 134,13 |
μαντατεύω = προδίδω, μαρτυρώ 466.31 |
μαντί, το = ο μανδύας 420.16 |
μαντρατζής, ο = ο επί της μάνδρας αρμόδιος 122.5 |
μαραγκιώ = μαραίνομαι, επί χορταρικών και φρούτων 72.2 |
μαργέλλι, το = στολίδι 167.1 |
μαργελλώνω= στολίζω 89 παραλ.5 167.2 |
μάρωπο, το= πρόβατο που δεν έχει γεννήσει ακόμη, αμνάς (λ. ποιμενική) 111.5 |
ματζέτι, το = η δάμαλις 231.14 |
μαυλίστρα, η = μαστρωπός (εκμαυλίστρια) κ. ρουφιάνα 466.11 |
μαύρος, ο = το άλογο 43.2 58.5 80.2 268.9 306.5 354.2 |
μελισσόκηπος, ο = τα μέρος όπου έχουν τις κυψέλες των μελισσών 309.2 |
μηνυτεύω = μαρτυρώ, καταγγέλω 460.9 |
μερτζανένια, τα (χείλη) = αυτά που έχουν χρώμα μελιτζάνας 358.49 |
μιτατοκάθισμα, το = ερειπωμένο παλιό μιτάτο 26.5.6 |
μνώγω = ορκίζομαι, ομνύω 420.11 452.2.5 485.9 |
μολογώ = μαρτυρώ, ομολογώ 525.3 |
μονομέριση, η = συνάθροιση 95.1 |
μονοχνοτώ = εφορμώ 287.2 |
μότσιο, το = αμβλύ, εφθαρμένο 87 παραλ. (με αλληγορική σημασία) |
μουγκούμαι= μηκώμαι σαν το βόδι 489.22.25 |
μουνουχόκριγιος = ο ευνουχισμένος κριός 231.14 |
μουντάνια, τα = το όρη 532.7 |
μουντίζει = σκοτεινιάζει, βραδυάζει 218.31 |
μουράκι, το = υψωματάκθι γης 146.4 |
μπαλωτέ, και μπαλωθιά,η = πυροβολισμός 249.6 278.1 279.1 280.1 282.1 |
μπαμπέσικα = δολίως 172.3 |
μπάντες = τα διάφορα διαμερίσματα της Κρήτης 271.4 343.2 362.1 |
μπαρντάκι, το = ποτήρι με χέρι 211.14 |
μπάσης, ο = ο αρχηγός, ο πρώτος (μπάσης κλέφτης = ο αρχικλέφτης) 48.2 |
μπαστίζω = 1) συμπιέζω 2) επιθεωρώ αιφνιδιαστικά 19.1 3) καταλαμβάνω ξαφνικά 225.1 |
μπεγεντίζω = εκτιμώ, υπολήπτομαι 199.11 268.17 360.2 466.75 |
μπέλλος, ο = ερωμένος 210.5 414.2 450.9.10 |
μπερέτα,η = σκούφια 358.100 |
μπεριμποκλάδι, το = φυτό αναρριχητικό η περιπλοκάς 479.4 |
μπερτσές, ο = είδος χτενίσματος ή κοπής μαλλιών 55.3 |
μπέτης, ο = το στήθος 288.8 |
μπίκα, η = το ράμφος πουλιού 119.2 |
μπινίσι, το = φόρεμα, χιτών 358 132 |
μπισταγκωνίζω = δένω κάποιον οπισθάγκωνα 130.9 323.6 457.19 |
μπολετί, το = ο κλήρος 3.10.12 |
μπολμπερόφλασκα, τα = τα άλλως λεγόμενα μπαρουτάσκαγα ή μπαρουτόβολα ήτοι τα ειδικά θηκάρια ή φλασκιά όπου φυλάσσουν τα μονετσιά ήτοι το μπαρούτι, τις σφαίρες, ή τα σκάγια 133.5 |
μπομπή, η = το περίπαιγμα 82.6 |
μπορέτως = ίσως 38.15 39.17 462.21 |
μπότσα, η = δοχείο υγρών 134.16 498.12 |
μποτώνια, τα = γυναικείο χρυσό κόσμημα λαιμού 420.18 467.22 |
μπουλούμπασης, ο = αρχηγός στρατ.μονάδος, λοχαγός 106.10 |
μπουρμάς= στριμένος (επίθετο αποδιδόμενο στους Τούρκους 416.4 |
μπρισίμι, το = είδος στερεάς κλωστής 458.20.21 |
μπροσκάδα, η = ενέδρα 156.13 και ρήμα |
μπροσκαδιάζω = στήνω ενέδρα 225.1.6 |
μπροστάρης, ο = ο προπορευόμενος τράγος ή κριός (λ.ποιμενική)83.9 99.3 121 7 318.6 |
μυριάζω = φθάνω τις 10 χιλάδες 467.17.19 |
|
Ν |
|
νάτος, το = νεύμα, νόημα 176.5 472.43 |
ναύληρος, ο = ναύτης, ναύκληρος 104.5.6. 448.6 459.6 484.4 |
νεργιάζομαι = παίρνω είδηση, ανακαλύπτω 99.10 |
νέϊκα, τα = νέα, οι ειδήσεις 254.5 |
νιαβό, το = αδύνατο, κατσιασμένο 328.2 |
νογώ = εννοώ 123.5 |
νοδάρος, ο = συμβολαιογράφος 443.2 |
νοδεύω = περιποιούμαι, φροντίζω 369.5 |
νοματίζω = ονομάζω, δίδω όνομα 63.1 |
νταβάς, ο = δίκη 46.5 |
νταγιαντίζω = υποφέρω 374.14 |
νταμποκαρειό, το = βυρσοδεψείο 496.35 |
ντάργα,= η ασπίδα 245.8 |
ντελής, ο = ανδρείος 457.6 |
ντέλλομαι = εντέλλομαι, διατάσσω 317 παραλ.5 |
ντελόγκος = αμέσως 204.6 |
ντοναμάς = ο στόλος 436.13 |
|
Ξ |
|
ξαναγιαγέρνω = επιστρέφω πίσω 121.παραλ. 24 |
ξανοίγω = βλέπω 420.26 |
ξαντό, το = αυτό που ξαίνουν 446.25 |
ξεδηλιαίνω ή ξεδιαλύνω = εξηγώ το όνειρο 249.1 |
ξεζώνομαι = βγάζω από τη μέση μου τα άρματα ή τη ζώνη μου 306.5 |
ξεκουδουνιάζω =βγάζω τα κουδούνια από το κοπάδι 240.11 |
ξεκουραδώνω = κάνω ένα τόπο χωρίς κουράδια (ποίμνια) 496.26 |
ξεκουρμουλώνω = βγάζω τις κουρμούλες του αμπελιού 397 παραλ.9 |
ξεμιστεύω = σώζω, γλυτώνω 466.23.27 |
ξέμορφο, το = πολύ όμορφο 357.4 |
ξενικόσταρο = ο αραβόσιτος 420.27 445.31 527.27 |
ξενοκλώστρα, η = αυτή που λώθει ξένα μαλλιά ή βαμβάκι, 422.9 |
ξερομοδάρα, η = μαδάρα γυμνή άδενδρη και πετρώδης 368.5 |
ξεσκλαβερώνω= βγάζω τα σκλαβέρια (είδος κουδουνιών) από τα πρόβατα ή τις αίγες 521.12 |
ξετσαφαρώνω= βγάζω τα τσάφαρα (είδος κουδουνιών) από τα πρόβατα ή τις αίγες 298.6 299.4 396.7 496.12 |
ξεφάντωση, η = η όλη διασκέδαση αλλά και η πομπή του γάμου 102.1 392.1 Εκ τούτου το: |
ξεφαντώνω = διασκεδάζω, ευοχούμαι 301.6 435.23 |
ξιοξιολαλώ = λαλώ, δηλ.οδηγώ το κοπάδι με τη φωνή ξιο-ξιο (ίσως εκ του έξω-έξω) 30.6 |
ξωλαλώ = βόσκω τα πρόβατα ελεύθερα 274.4 |
ξωμένω = διανυκτερεύω 266.1. Εκ τούτου ο |
ξωμενάρης = ο διαμείνας, διανυκτερεύσας κάπου 266.2 |
|
Ο |
|
όβγορο, το = μέρος υψηλό, άποπτο (ευ+ορώ) 331.3 442.12 |
οβρυάζω = έχω ή βγάζω οβρυά (βρύα) βούρκα 54 παραλ. |
ογιά = διά, για. Το ο μπαίνει προς συμπλήρωση του 15σύλλαβου στίχου 471.1 |
οθροί, οι = εχθροί 444.8 |
όξα = όξω, εκτός 462 παραλ.Γ΄16 |
ορδινιάζομαι = ετοιμάζομαι 478.26 |
ορχιούμαι = χορεύω 110 παραλ.2 196 παραλ.1 |
όχερη και έχερη = το χέρι του αλετριού 87.13 468.17 |
οχιάλλο (όχι άλλο)= δεν πειράζωι 436.15 |
οψαργάς = χθές (οψές) βράδυ 69.1 |
|
Π |
|
παιδιά = άραγε (ερωτ.)207.7 8.9 271.1 284.1 331.4 350.3 |
παλαμίζω = χρίω το πλοίο με πίσσα 358.88 |
παληοκουραδάρης, ο = πεπειραμένος βοσκός 121.1 |
παληομπουρμάδες, οι = παληότουρκοι στριμένοι 416.4 |
παληοσκούτελο, το = παληό πήλινο πιάτο 378.13 |
παληοστίβανα, τα = πολυεφθαρμένα κρητ.υποδήματα 496.19 |
παντέρημος, ο = ο εντελώς έρημος 121.3 και 378.24 όπου σπίτι τελείως έρημο, χωρίς ιδιοκτήτες. Εκ τούτου: |
παντερημιάζω = μένω πάντα έρημος 472.47 |
παραβλέπω = παραφυλάω 302.16 |
παραλαντίζω = ζαλίζω, σαστίζω 428.12 |
παραπέζουλο, το = χτιστό πατάρι σαν κάθισμα στη γωνιά του σπιτιού 463.6 |
παρασέρνω = σκουπίζω με την σκούπα 238.26 358.138 432.2 |
παρέκει = πιο πέρα 142.1 |
παστικά, τα = τα τραγούδια του παστού (νυμφώνος) 127.39 |
πασπαλώνομαι = σκοτίζομαι 328.4 |
πασούμια, τα = είδος γυναικ. Υποδημάτων σαν παντόφλες 167.1 422.20.28 |
παστρεύω = καθαρίζω 456 παραλ.6 |
πάταχος, ο = πάταγος, δυνατός χτύπος 472.30 |
πατέ, η = η πατιά, πατουμαχιά 324 παραλ.7 |
πάτζης = μήπως 125.20.23 428.12 |
πατρώνα, η = είδος μεγάλης πιστόλας 311.2 |
πάχνη, η = παγωμένη δροσούλα 475.11 |
πεδούλι, το = κομμάτι δέρμα για μπάλωμα 363 παραλ.12 |
πελάτι, το = συνηθίζεται στα ριζίτικα αντί του σωστού παλάτι 252.5 |
πελέκι, το = ο πέλεκυς 413.3 |
πελελός, ο = ο τρελλός 486.4 |
περάτης, ο = 1) μάνταλος της πόρτας 270.3 2) διαβάτης 446.21 |
περατώνω = μανταλώνω 300 παραλ.1 |
περδικόπανο, το = ειδικό παρδαλό πανί που χρησίμευε άλλοτε για το εύκολο κυνήγημα των περδίκων 181.11 312.2 412.3 |
περιξεφαντώνω = διασκεδάζω περίσσια στο γάμο 282.4 |
περίστρατο, τα = αντί του "παράστρατο" 363.3 |
περιχειλάκι, το = η άκρη ή το χείλος του τοίχου ή του γκρεμού 188.4 |
πεσκέσι, το = δώρο 3.10 |
πεσκίρι, το = πετσέτα του προσώπου 103.13 |
πετρέ, η = πετριά, λιθοβολισμός 337.4 |
πετρίτης, ο = είδος ωδικού πουλιού 315.3 |
πέτσα, η = πετσέτα 214.8 329.5 409.9 461.2 |
πηλά, τα = λάσπες 250.3 |
πιάστρα, η = το κινητό ουραίον του όπλου 54.21 247.12 |
πλαγιάδα, η = οι πλαγιές του βουνού το πλάι, 245.3 |
πλανάτος, ο = αυτός που έχει μάτια ελκυστικά, δελεαστικά 351.1 |
πλανόμματος, ο = όπως το προηγούμενο 352.2 |
πλουμί, το = ποίκιλμα, στόλισμα 420 παραλ.26 |
πλανώμαι = γελιέμαι (εις το ζήτημα της τιμής) 466.5.8.60 |
πόδε = το απ'εδώ, το αντίθετο του πέρα 105.1 |
πόθος, ο = επιμέλεια, εργασία, ο κόπος 403.11 |
πολεμώ κάποιον = εκτός των άλλων σημασιών εδώ σημαίνει προσπαθώ να πείσω 134.1 |
πορεύγομαι = αρκούμαι, περνώ με ό,τι έχω 419.8 |
πορίζω = εξέρχομαι, βγαίνω έξω 415.1 |
πορτέλλο, το = η θυρίς του κανονιού του πλοίου 435.15 |
πόρτο, το = λιμάνι 478.1.9 |
ποτέ άχνα = καμμιά μιλιά 435.26 |
πούρι = λοιπόν 231.11 266.5 278.3 422.15 πράμμα, το = 1) κάτι 2) τίποτε 3) περιουσία 4)πράγμα 170.3.4. (εδώ με την πρώτη σημασ.) |
πράσσω = συνηθίζω να πηγαίνω, συχνάζω 200.2 419.10 |
πρατικό, το = μέτρο δημητριακών 4 οκάδων 307.5 |
πρεμαζώνω = περισυλλέγω, περιμαζεύω 109.4 321.4 457.14 |
πρεπίζω = στολίζω, ευπρεπίζω 196.5 295.4 304 παραλ.1 516.5 531.2 |
πρίκα = η πίκρα 130.Ι.3 |
πρικαμένος = ο πικραμένος 269 παραλ.1 |
πρικύς, ο = πικρός 168 παραλ.1 |
προσπερασμένοι, οι = αυτοί που έφυγαν πριν 491.1 |
πχαίνω = φεύγω, πηγαίνω 241.4 268.5 323.7 |
|
Ρ |
|
ραγιάς, ο και αραγιάς = υπήκοος 404.2.4 |
ρέγομαι = επιθυμώ, ορέγομαι 238.8 294.4 385.1 |
ρεϊζης, ο = πρόεδρος, καπετάνιος 296.4 |
ρέμπομαι = νέμομαι, απολαμβάνω 50.4 |
ρημοχώρι, το = το έρημο χωριό 225.1 |
ρημοκούραδο, το= έρημο χωρίς βοσκό κοπάδι 322.2 396.3 |
ριζιμιός, ο = στερεός, ριζοπαγής 41.4 42.6 332.1 472.28 493.3 512.7 |
ρίζωμα, το = ο ανήφορος 109.13 245.3 |
ριτζάς, ο = δέηση, παράκληση 104.6 |
ρόγα, η = ο μισθός 87.4.11 |
ροδώνω = βάζω στέγη στο σπίτι 335.3 παραλ. |
ροζονάρω = κουβεντιάζω 83.1 429.6 465.4. Εκ τούτου |
ροζοναμέντο, το = η κουβέντα 45.1 και το |
ροζοναρίκι = η κουβέντα 46.1 |
ροσμαρί, το= δενδρολίβανο (αρωματ. φυτό) 317.2 |
ροστολογώ= στη μοναδική περίπτωση του τραγουδιού 54.18 όπου μπήκε από τον ποιητή μάλλον για το σχηματισμό της ομοιοκαταλ. Ισως αρρωστολογώ. |
ρούγα, η = αυλή 252.2 291.1 358.138 430.1 528.1 |
ρούμα, το = ρεύμα, ρυάκι 271.3 284.3 341.1 |
ρουμπί, το = χρώμα του ρουμπινιού (απόχρ.ερυθρού) 420.51 |
ρουσόμματος, ο = αυτός που έχει ξανθιά (ρούσα) μάτια 122.3 |
|
Σ |
|
σαλιεριστής, ο = τραγουδιστής 478.23 |
σαμά, η = το σημάδεμα που κάνουν συνήθως στ' αυτιά των αιγοπροβάτων 352.4.5 |
σαμιάμυθος, ο = το γνωστό συχαμερό ερπετό 363 παραλ.β΄10 |
σάντουλος, ο = νονός, ο ανάδοχος 152 παραλ.3 |
σαρίκι, το = πάνινο κάλυμμα της κεφαλής 433.12 |
σαρμά μπιστόλες, οι = στη μοναδική περίπτωση του 61.8 τραγουδιού = μπιστόλες με ασημένια περιζώματα. |
σαφίς = πάντοτε 71.3 443.5 |
σγουραφιά, η = ζωγραφιά 452.5 |
σεϊρι, το = η θέα 457.35 |
σειροβολιά, η = γεννιά 437.11 |
σεράγιο, το = Διοικητήριο ανάκτορο 450.6 |
σεσιναμέντο, το = η φασαρία, φιλονικία 515.2.3 |
σιλακλίκι, το = η φυσιγγιοθήκη 361.5 |
σιντερόκουρτα = η σιδερένια μάντρα 298.6 299.4 |
σιτζίμι, το= ο στερεός, καλά στριμμένος σπάγγος 444.12 |
σκαμνί, το = η συμοσιακή τράπεζα 27.3 89.4 364.1 |
σκανίζω = βγάζω άσκημη μυρωδιά (σκανέα) 265.19 |
σκαπέτι, το = η πλατειά σκαλίδα, σκαπάνη 82.17 |
σκεπαρνόγλυφτα, τα = σκεπάρνια και λοιπά εργαλεία του ξυλουργού 413.3 |
σκιάς = τουλάχισχτον 3.15 53.5 |
σκλαβέρι, το = είδος κουδουνιού αιγοπροβάτων 339.6 |
σκλέτη, η = καταγωγή 437.11 |
σκολασμός, ο = η παύσις 378.23 |
σκόντρα, η = είδος πλοίου 478.15 |
σκούζιες, οι = αφορμές, αιτίες 363.5 |
σκούζιομαι = φωνάζω 478.15 |
σκουλούδι, το = μαλλί ή βαμβάκι που βάζουν στη ρόκα για κλώσιμο 422.12 |
σκουντί, το = ο κυνηγετικός σκύλος 54.3 214.3.24 388.3 |
σκραφνιά, τα =είδος κλήρων με ξυλάκια άνισα 356.7 |
σμερουλάκι, το = η άκρη του δώματος ή ταράτσας (μέρος-μερουλάκι) 331.1.4 |
σολαγώ = αφησυχάζω 363 παραλ.10 |
σονάρω = τραγουδώ 238.23 |
σόντας = τώρα που, μια που,αφού 45.3 420.35.38 |
σουραδοπλέκω= πλέκω τα μαλλιά πλεξίδες 464.3 |
σουσούμια, τα = σημάδια, χαρακτηριστικά γνωρίσματα 300 παραλ.Κρι.6.9. 462.21 |
σπεράδα, η = περιοδεία, επισκόπηση 312.5 |
σπιθαμολογώ = μετρώ με τη σπιθαμή 11.3 |
σπουδάζω = βιάζομαι 403.3 |
σπούρδα, η = χιαστί πρό του στήθους ανάρτηση των σιλακλικών 138.4 |
στάσες, οι = σωροί, κολώνες 21.6 |
σταλαίρνω= σταματώ 341.6 |
σταλίστρα, η = τόπος σκιερός όπου αναπαύονται το μεσημέρι το καλοκαίρι τα ζώα 274.2 403.7 472.49 546.11 |
σταροσίκαλη, η = μίγμα καρπού σταριού και σίκαλης 288.5 |
στείρα, τα = τα αρνιά ή ρίφια που δεν θα γεννήσουν 369.7 521.5 εκ τούτου ο |
στειράρης = αυτός που βλέπει (ποιμαίνει) τα στείρα αρνιά ή ρίφια 422.19 |
στειροματζιέττα = η στείρα δάμαλις 10.4 230.16 318.4 |
στειροσάναδο, το = το στείρο αγρίμι 196 παραλ.2 200.4 |
στιβάνια, τα = υποδήματα Κρητικών χωρικών 61.9 |
στιμαίρνω = εκτιμώ την αξία κάποιου 130.17 εξ ού ο |
στιμαδόρος, ο = εκτιμητής 347.7 |
στρατεμένος, ο = οδοιπόρος, περπατάρης 69.4 |
στρωμνιά, τα = τα διάφορα είδη που είναι επάνω στο τραπέζι του συμποσίου 27.2 |
στυλώνω = (εδώ) εμποδίζω κάποιον να προχωρήσει, σταματώ, κουτελώνω 457.12.13 |
σύθρηνος, ο = ο θρήνος πολλών ομού 395.2 |
σημισιακός, ο = αυτός που ανήκει κατά το μισό (σε μισό) σε δύο 71.2 |
συναποβγάνω = κατευοδώνω 462.1 466.21 |
συνεπαρσιά, η= γαμήλιος πομπή (κατά το ιδίωμα της κεντρικής Κρήτης) 442 παραλ.Γ΄6 |
σύντεκνος, ο= έτσι λέγονται αμοιβαίως ο πατέρας και ο ανάδοχος του βαπτισθέντος παιδιού 110.1 |
συντηρώ και σωντηρώ = βλέπω, παρατηρώ 99.2 253.5 |
συντρέχουν = προστρέχουν 136.5 |
συντυχαίνω = συναντώ τυχαίως 333.4 |
συρικομαυρομάτα, η = μαυρομάτα που έχει και χρώμα συρικιού 449.1 |
σφάκα, η = πικροδάφνη 420 παραλ.26 |
σφακολούλουδο, το = άνθος της σφάκας 237.21 527.38 |
σφίξη, η = το σφίξιμο, ο ζόρες 473.9 |
σφαχτά, τα = ζώα του ποιμνίου που προορίζονται για σφάξιμο 53.2.5 69.7 94.5 προορίζονται για σφάξιμο 53.2.5 69.7 94.5 99.3 109.2 116.6 299.3 344.3 (λ.ποιμενική) |
|
Τ |
|
τάβλα, η = το τραπέζι του συμποσίου 175.3 295.1 304.1 364.3 |
ταϊνι, το = η τροφή 358.67 |
ταϊφάς, ο = συνεργάτης, σύντροφος 29.11 358128 |
ταρός, ο = δυνατός αέρας 29.4 467.33 |
τάφκος, ή ντάφκος, ο = το βαθύ χάσμα γής πάνω στα όρη 54.13 247.7 445.19 |
τεχρίλι, το = η στερεά μεταξωτή κλωστή 458.19.30 |
τσαγκουρνομαδιούμαι = σχίζω με τα νύχια μου το πρόσωπο και τραβώ τα μαλλιά της κεφαλής μου 158.4 |
τζεβρές, ο = γυναικείο κάλυμμα κεφαλής 435.11.21 |
τζιγέρι, το = σηκώτι 442.20 |
τζουγκρί, το = το τραχύ άκρο πέτρας ή βράχου 354.1 |
τοιγάρες = μήπως 87.6 |
τοπέ, η = το πάτημα, το βήμα 324 παραλ.3.2. |
τοπώνω = βλέπω 321.3 460.7 |
τουρνάς, ο = ο τόρνος (τουρκιστί) Εκ τούτου: |
τουρναρειό = εργαστήριο κατασκευής κοντακίων των όπλων 77.5 |
τρά = τρία (συγκεκομμένο χάριν του μέτρου) 207.1 208.1.7 263.1 |
τραλίζομαι= σκοτίζομαι, ζαλίζομαι 472.21 |
τρανταμασουράτη, η = αυτή που υφαίνεται με 30 μασούρια 403.9 |
τραντάχρονον, το = πάνω στα 30 χρόνια 462.4 |
τρέλλης, ο = τρελλός (χάριν του μέτρου μεταβολή της λέξης) 480.15 |
τριμερόγαμπρος, ο = γαμπρός πρό 3 ημερών 471.11.27 483.10 |
τριόχτης= ο τριετής τράγος ή κριός (λ.ποιμεν) 109.7 240.6 |
τσαρσί, το = η αγορά 310.2 |
τσάρχαλος ή τσάλαχος, ο = θόρυβος εκ τούτου το |
τσαρχαλίζω = κάνω θόρυβο 496.2.16 |
τσάφαρο, το = είδος κουδουνιού του λαιμού των αιγοπροβάτων 369.14 |
τσικίνι, το = χρυσό ενετικό νόμισμα 21.6 358.129 432.9 437 παραλ.11 |
τσισμέδες, οι = τα γυναικεία κρητικά στιβάνια 433.18 |
τσιστροκόλυβο, το = στάρι μισογινομένο και φρυγανισμένο 378.2 |
τσιφτές, ο = δίκανο κυνηγετικό όπλο 232.2 |
τσουροβολώ και τσουρώ ή τσουρλώ =γκρεμίζομαι, κατρακυλώ, πέφτω 297.1.2 363 παραλ.β΄.7 |
|
Φ |
|
φανειά, η = εμφάνιση, παρουσία 358.34 |
φάλκος, ο = το γεράκι.(Η γραφή "φάλκωνας"εσφαλμένη, εκ της συνεκφωνήσεως του "και φάλκο να" λαλήση) 6.3 61.11 316.3 |
φαλκωνιά, η = το θήλυ του φάλκου 42.8 |
φελί, το = μικρή φέτα ψωμιού 420.30 |
φελλοκάλικο, το = σάνδαλο με φελλό από κάτω 79.6 |
φεργάδα, η = είδος παληού πολεμικού πλοίου 471.1 |
φιλιότσος, ο = αναδεκτός 392.1 |
φιόρε = το άνθος 85.5 |
φόρος, το = η αγορά 358.97 420 παραλ.14 437.5 443.1 466.10 |
φουδιάζω = κάνω τις φούντες φορέματος 403.10 |
φούρκα, η = κρεμάλα 450.8 466.70 |
φουρκίζω = κρεμώ, απαγχονίζω 466.59 |
φουσάτα, τα = στρατεύματα 420.2 |
φρογός, ο = ο πυρόχρους, ό έχων το χρώμα της φλόγας 25.6 |
|
Χ |
|
χάβγομαι = τρώγω, καταβροχθίζω 285.5 |
χαϊμαλί, το = φυλαχτό 96.6 |
χαϊνης,ο = επαναστάτης, φυγόδικος 507.3 |
χαϊνεύω = επαναστατώ, στασιάζω507.12 |
χαιράμενη, η = η παντρεμένη γυναίκα της οποίας ο άνδρας ζή, η μη ούσα χήρα 283.3 |
χάκι, το = δίκηο, δικαίωμα 119.6 |
χαλώ= (εδώ) φονεύω 478.11.13 |
χαράκι, το = ογκώδης βράχος 234.8 493.3 |
χαράτσι, το = ο κεφαλικός φόρος 404.4 |
χαροκόπος, ο = γλεντιστής 357.3 |
χάρτα, ή και χαρτί, το = ο γεωγραφικός χάρτης 487.13 552.6 |
χασιλαμαδένιος, ο = λεπτοϋφαντός, μεταξοϋφαντος 181.9 |
χαχαλόβεργα, η = βέργα που έχει στην άκρη διχάλια 123.12 |
χειλιοπήγαδο, το = το χείλος του πηγαδιού 162.3 |
χελιός, ο = αυτός που έχει το χρώμα του χελιού 319.14 503.6 |
χεροπάλαμα, το = οι παλάμες των χεριών 426.16 |
χιλιμιντρώ = χρεμετίζω (επί ίππων) 471.36 |
χλάμπουρα, τα = πιθανώς στολίδια 99.13.16 |
χολιώ = (περίπου το ρ. χολόω) είμαι παραπονεμένος, πικραμένος 63.4 |
χουμάς, ο = υδαρές γάλα, κατάλοιπον τυροκομίας 99.9 |
χρουσαφός, ο = χρυσοχόος 125.20 |
χρυσομανικομένος, ο = αυτός που φορεί χρυσό περιλαίμιο 247.3 |
χτήμα, το = το υποζύγιο γενικά (μουλάρι,όνος, άλογο) 86.12 |
χώνομαι = κρύπτομαι 375.18 και |
χώνω = κρύπτω 472.33. Εκ τούτου: |
χωσιά, η = το κρύψιμο 234.11 |
χωστά = κρυφίως 422.4 |
|
Ψ |
|
ψαρογάροι, οι = σαρδέλλες 82.12 285.7 |
ψήγομαι = μαραίνομαι 438.13 |
ψηλαναμπουκωμένος, ο = αυτός που έχει μαζέψει ψηλά τα μανίκια του 272.8 496.12 |
ψοφί, το= σιωπή, σιγή (ψόφος) 298.4 |
|
Ω |
|
ωζό, το = πρόβατο 115.5 151.1 240.2 487.27.28 |
|